Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Εικόνα...

                              




Εικόνα...


Παραίσθησης, συμπαντική εικόνα, ξωτικό,
τα στεγανά π' απόμειναν του μπάρκου αλλοιώνει,
της ειμαρμένης πιόνι, της αυλής της υποτακτικό,
με το ναυάγιο μου λέει, θέλει να τελειώνει.

Σκαρί απ' τη θολούρα της ζωής αποκαμένο,
στην κάψα της ερήμου άδειο σκοτεινό,
ολόγραμμα στα ξάρτια απαγχονισμένο,
οξειδωμένο αντικέ, μιας εποχής αλαργινό.

Άραχλες, άναρχες, γυμνές οι αναμνήσεις,
καψαλισμένες στην απρόσιτη αμμουδιά,
ένα ποτήρι άδειο με ελπίδα ίσα ίσα να γεμίσεις,
ιερογλυφικά στα ίσαλα, γραφές από παιδιά.

Μορφή εβένινη στην πλώρη λαξεμένη,
στερνό αγνάντιο στ' αφροκύματα του χθες,
πικρό χαμόγελο στα χείλη της που μένει,
από τα έξαλα ότι απόμεινε για σουβενίρ να λες.

Κι εσύ χρυσή μου αχιβάδα για θυμήσου,
κρυφά μου ΄χες χαρίσει το μονόγραμμα σου,
όμως ξωκοίλαμε στο ίδιο το φινάλε της αβύσσου,
κι’ έχω ξεχάσει στους αιώνες τ’ όνομα σου.