Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Σ’ αγαπώ…


 


Σ’ αγαπώ…
«Παιδικές του χωριού μου αναμνήσεις»

Ήταν Απρίλης που την είδα κάποια ταχινή,
σε μια ωριόπλουμη αυλή απελπισμένη,
μου είπε πως τη λέγανε «Φωφώ» ή Φωτεινή,
τη σκέψη της σε κάποιο πριν, με πόνο αφημένη.

Είχα στα χέρια μου χαράξει ουρανό
κι’ αυτή το στίγμα της ν’ αφήσει προσπαθούσε,
ακροβατούσε στων ματιών μου το κενό
κι’ αν την ποθούσα κάποια κούκλα της ρωτούσε.

Σ ένα παιγνίδι μας, θυμάμαι στο σκοτάδι,
κόκκινα ρόδα είχα απλώσει στη ποδιά της,
στο νοτισμένο είχα γλιστρήσει το λιβάδι,
για να βρεθώ στην ονειρώδη αγκαλιά της.

Ουράνια οπτασία τη θωρώ, τη ζωγραφίζω,
την αύρα της ματιάς της, την πρωτόγνωρη να νιώσω,
φοβάται μου μηνά στη σκέψη της που τριγυρίζω,
μη χτυπηθώ από σφεντόνα και ματώσω.

Μια λέξη μόνο «σ’ αγαπώ» διαβάζω μ’ απορία
κι’ ύστερα μοναξιά, στο ραντεβού δεν ήρθε δεν την είδα,
ανεστορούμαι μου’ χε πει μια φίλη, η Μαρία,
Φύγαν χαράματα γι’ αλλού, για άλλη πατρίδα…

Yiannis H.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Ανάμνηση αλαργινή...



Ανάμνηση αλαργινή…

Κάπου στης μνήμης τις κυψέλες,
μαρμαρωμένες βρήκα τις ματιές σου,
σκωριόχρωμες στα χέρια σου οι παιδικές κορδέλες,
άγνωρες, μπλάβες κι’ οι φωτιές σου. 


Ένα φιλί «κρινάτο» στη μικρή σοφίτα,
αδέξιο, ντροπιάρικο στα παιδικά μας χείλη,
στα χέρια σου είχε λιώσει η μαργαρίτα,
σημαδιακή ήταν και η πρώτη του Απρίλη. 


Λίγο προτού τα λιάτικα ροδίσουν,
τα μάτια έφεραν ατέλειωτη βροχή,
ήρθαν μαντάτα να ραγίσουν,
αισθήματα κι’ απαντοχή. 


Πέρασαν αλγεινοί χειμώνες
άσφαιρες της καρδιάς οι μπαλοτιές,
τα χρόνια βρήκαν παγετώνες,
το πεπρωμένο δεν αλλάζει με γητειές. 


Βιάστηκες όμως κοπελιά μου,
να φύγεις απ’ το τσίρκο της ζωής,
ένα αγιοκέρι για τα παιδικά φιλιά μου,
στο εικονοστάσι της δικής μου προσευχής…


Yiannis H.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Κι' έμεινε μόνο η προσευχή!!!




Κι’ έμεινε μόνο η προσευχή!!!                                                                                                                                                                                                                                                                                                           

Είχα που λέτε μια φορά κι’ έναν καιρό, μια όμορφη παρέα.
Φίλοι χιονάτοι οι πιο πολλοί, σκωριόχρωμοι καμπόσοι, πέντε έξι μπλάβοι
όμορφοι πιτσιλωτοί, μα ήταν και οι πλουμιστοί, όλοι μαζί, ένα πολύχρωμο χαλί με
«κόμπους» χίλιους δέκα.
Βαβούρα σαματάς, ένας αλλιώτικος Βαβέλ στη χάβρα που είχα φτιάξει
την ονομαστή, με την αυλή την παστρική τη φίνα.
Άστρα φεγγάρια οι ματιές τους με θωρούν και μ’ αγαπούν κι’ άλλες θαρρείς
πως μ’ αγκαλιάζουν, με φυλούν.
Πολλές καρδιές ερωτικές φλογάτες, άλλες αδιάφορες και άλλες φοβισμένες,
εριστικές πολλές, άλλες χαδιάρες κι’ άλλες φλύαρες λειροκομψοντυμένες,
αεράτες.
Μια καλημέρα ήτανε αρκετή στα χέρια μου να γίνει επιδρομή.
Αχόρταγα τα μασουλήματα, φουριόζα φτερουγίσματα.
Ναζιάρικα γλυκά ματάκια, πόσο τ’ αγαπώ…   

Μα εδά καμιά αθιβολή ερειπωμένη η δική τους η αυλή.
Τ’ ανεστορήματα κι’ αυτά αλάργα, ποια να πρεμαζώξω απ’ του καιρού
τα ξετελέματα, του χρόνου τα μεγάλα.  
Σκουριά στα τέλια μα και στην ψυχή κι’ έμεινε μόνο η προσευχή…
Κι’ έμεινε μόνο η προσευχή!!!

Yiannis H.