Ασάλευτη σιωπή…
Στην «ασάλευτη»
σιωπή, την περιρρέουσα, διολισθαίνω
άθελα μου κι’ απόψε.
άθελα μου κι’ απόψε.
Το διάφανο
μελάνι του υπολογιστή μου, η παρέα της νύχτας.
Πόσο όμως
ακόμα, θ’ αντέξει το πληκτρολόγιο, από
το «τρέμουλο των χεριών»;
Το μεγάλο γιατί, δεν απαλείφεται από τα στενορύμια της σκέψης μου.
το «τρέμουλο των χεριών»;
Το μεγάλο γιατί, δεν απαλείφεται από τα στενορύμια της σκέψης μου.
Το μούχρωμα
του φθινοπώρου, με την αλγεινή παρουσία της
«βροχής» συνωμοτούν πάλι. Απίστευτο
μένος, απίστευτη ορμή.
Το δόλωμα στο
παραγάδι της ζωής, η ανθρώπινη λογική, στην
επέλαση του χρόνου.
επέλαση του χρόνου.
Το καταφύγιο
διάτρητο από τα «καμώματα» της.
Η υπομονή
εκφυλλίζεται, η αντίδραση, ακατάληπτες ενέργειες
των άκρων.
των άκρων.
Οι αναμνήσεις,
στο μεσονύχτι των επώδυνων στιγμών,
απαλύνουν τους ψυχικούς πόνους.
απαλύνουν τους ψυχικούς πόνους.
Η επέλαση
όμως της βροχής, δημιούργησε ρήγματα, άφησε
κι’ άλλα «μπάζα», αδύνατη η διέλευση.
κι’ άλλα «μπάζα», αδύνατη η διέλευση.
Κι’ όμως, ο
ουρανός εκείνης της εποχής, φαινόταν καθαρός,
ίχνος από σύννεφα, το πέρασμα από τα σύδεντρα των ονείρων,
το χάδι της ζωής.
ίχνος από σύννεφα, το πέρασμα από τα σύδεντρα των ονείρων,
το χάδι της ζωής.
Ποιος
μπορούσε να διαβάσει, της λογικής το βουλωμένο
γράμμα, στην απειρία του χρόνου;
γράμμα, στην απειρία του χρόνου;
Στης ακάλεστης
σιωπής, το απόβραδο του τώρα, άσφαιρα
διλήμματα, μπροστά στο ατσάλινο προσωπείο του χρόνου.
διλήμματα, μπροστά στο ατσάλινο προσωπείο του χρόνου.
«Το πεπρωμένο
φυγείν αδύνατον»…
Yiannis H.