Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Σε θυμάμαι.



Σε θυμάμαι.

Σ’ αντάμωσα σ’ εκείνο το παλιό το παραμύθι,
ασπρόμαυρη εικόνα των ονείρων μου θολή,
με είχε ανασύρει η ματιά σου από τη λήθη,
στο έλασσον μιας φόρμιγγας, σ’ αγάπησα πολύ.

Στα ταξιδέματα μου σ’ είχα ακραγγίξει,
σε άγουρες αλλοπαρμένες φάλτσες εποχές,
όμως σε έχανα το τρένο λίγο πριν σφυρίξει
κι’ έμενα πάντα με καινούργιες ενοχές.

Σ’ ένα άσπρο σύννεφο γεμάτο φαντασιές,
λιγνόκλαρος, κισσός σε αγαλιάζει,
γυρίζει ο χρόνος και σου αλλάζω φορεσιές,
με τη μορφή σου στο εκμαγείο να ταιριάζει.

Σταχτοσκαλίσματα παραίσθησης, αναλαμπές,
σκιές τα ίχνη σου τ’ αθώρητα, τα λάγνα,
μα δε ζητούσα ομορφιές, μόνο ένα μου, αειθαλές,
και το γοβάκι σου για τα δικά μου πλάνα.

Τελειώνει η άδεια και ο κισσός φυλλοβολεί,
με τη σκυτάλη σ’ άλλο όνειρο αφημένη,
για το χαμόγελο σου όμως κάποια ανατολή,
μέσα απ’ τις στάχτες μου θα βγω αγαπημένη.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr