Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Νόστος!



Το χωριό μου.

Το πρώτο φως, το καλημέρα της ζωής.
Τα πρώτα καρδιοχτύπια, το πρώτο σ' αγαπώ.
Χαρά πόνος δάκρυα.

Χατρά μου με το κλίμα σου, τσι νόστιμες πατάτες
τσι κοπελιές σου τσ’ όμορφες τσι γαϊτανοφρυδάτες.

Μέσα από το τελευταίο μου δάκρυ,  το αγκάλιασε η ματιά μου.
Ίσως για τελευταία φορά.


Νόστος.

Με το δισάκι φορτωμένο αναμνήσεις,
ηλιόγερμα κι’ οδοιπορώ,
νόστος στο τέλος της στροφής,
με συγκινήσεις.

Στις αλάνες του χωριού μου και στ’ αλώνια,
έστω για λίγο να βρεθώ,
να κοιμηθώ να ονειρευτώ,
το ξεχασμένο σ’ αγαπώ στα χρόνια.

Μα στη πλατεία βρήκα τη μικρή,
χαλάσματα χειμώνες,
και στης καρδιάς τα σύδεντρα,
χιμήξανε τυφώνες.

Οι ακακίες γέρικες δόξες παλιές,
φυλλορροούν και γέρνουν,
τα κρινομέταξα φιλιά,
κι’ αυτά μαζί τους φεύγουν.

Καρδιές χαρακιές, λόγια αγάπης,
στους κορμούς τους γραμμένα,
με τη σφραγίδα των αγγέλων,
μυστικά κλειδωμένα.

Αποκαθηλωμένα αισθήματα
το στήθος μου σπαράζουν,
στάλα τη στάλα της ψυχής
τα δάκρυα αδειάζουν.

Ξεθωριασμένες άραχλες οι παιδικές εικόνες,
αλάνες αηδονοφωλιές, άτρωτοι παγετώνες.
Ανθοφορούσα άνοιξη της νιότης μου 
μικρή πλατεία,
στερνό για πάντα ανάβλεμμα, γλυκιά μου 
αρχόντισσα κυρία.   

Yiannis H. 


Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Αναδεύοντας το χθες...




Αναδεύοντας το χθες…

Βραδιάζει κι’ η φθαρτή εικόνα σου η θλιμμένη,
σε μια του νου μου ακρογιαλιά αχλή, ερημική,
αναδυόμενη σε βρίσκω όπως τότε μαγεμένη,
κιτρινισμένη ζωγραφιά, ασπρόμαυρη, εφηβική.

Με τ’ αφροκύματα παρέα, στη μοιραία ερημιά,
τις μοναξιές μας συσκευάσαμε αρμονικά σε μία,
το κύμα άλωσε ακόρεστα τα δυό μας τα κορμιά,
σε μια πρωτόγνωρη, ερωτική και άκρατη μανία.

Διάπυροι ήλιοι τα παρθένα σου, τα ήδιστα φιλιά,
μ’ έναν ντροπιάρη έρωτα που σε κρυφοκοιτούσε,
σάτυροι σου χαϊδεύανε, τα ξέπλεκα σου τα μαλλιά,
κι’ ένα λευκό γλαρόνι για ρεσάλτα σου μιλούσε.

Θαλασσοπούλι πεταχτάρικο, άμαθο φοβισμένο,
είχες κουρνιάσει στα φεγγάρια της βραδιάς,
κι’ ήταν δικό σου το παιχνίδι της ζωής το μεθυσμένο,
στην πλημμυρίδα των ματιών και της καρδιάς.

Τώρα στη σκέψη μου η γωνιά σου ανταριάζει,
μα έχουν μείνει στο κορμί μου υπογραφές,
παρηγοριά στης μοναξιάς μου το αγιάζει,
της ειμαρμένης μάτια μου αθώρητες γραφές.

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Αν γνώριζα τη ζωή...




 Αν γνώριζα τη ζωή ...

Αν γνώριζα τη ζωή, από την αυγή της ζωής,
θα την είχα ερωτευτεί από εκείνο το πρωί. 
Την αγάπησα όμως στο πρόσφατο παρελθόν,
στο παρόν.
Στο τρεμόφεγγο του λύχνου μου, θωρώ το χαμόγελο της,
το ίδιο το ανεπανάληπτο,
μα είναι αργά,
είχα ξεχάσει πως υπήρχε ένας σταθμός,
ο τελευταίος.

Κι’ όμως υπήρξαν φορές που μου είπε σ’ αγαπώ,
μα εγώ δεν είχα το χρόνο να την κοιτάξω στα μάτια,
να δω το χρώμα τους, να φιλήσω τα χείλη τα μελιά της,
να ποιο μια στάλα από το νάμα τους.
Βιαζόμουν να πολεμήσω, να νικήσω, να κυνηγήσω,
να ερωτευτώ, να εξουσιάσω,
μα χωρίς εκείνη.  

Το μόνο που φοβόμουνα ήταν το πήδημα στο κενό.
Τα λίγα μα ατέλειωτα δευτερόλεπτα,
μέχρι να νιώσω το τράνταγμα της σιγουριάς του.

Τα χρόνια περάσαν, το τρένο στο τούνελ του χρόνου,
ελαττώνει ταχύτητα, ακροβατεί στο χείλος της αβύσσου,
ενός ορίζοντα μιας οφθαλμαπάτης.

Τα όνειρα γενήκαν αναμνήσεις!

Ταξίδι μέσα στην αύρα του ανεξήγητου.
Χάος δυσθεώρητο συλημένων λογισμών.

Που να’ ναι ο ίσκιος σου Θεέ;

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Ανεμώνη των ονείρων!



Ανεμώνη των ονείρων…

Της θάλασσας των βράχων ανεμώνη,
σου είχα πει, είναι η ζωή πολύ μικρή,
κι' εγώ ανεμόδαρτο σκαρί χωρίς τιμόνι,
σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα πικρή.

Τα χέρια μου 'δωσες  μα πως να τα κρατήσω,
είμαι ένα ψέμα μιας αλήθειας που φυλλορροεί,
στον κόσμο σου καρδιά μου πως να ζήσω,
πίκρα στα χείλη σου θ' αφήσω ένα πρωί.

Μικρή μου ανεμώνη των ονείρων,
είμαι ένα όστρακο λερό, λεηλατημένο,
απόβραδο στ’ ακροθαλάσσι των Κηθύρων,
του παρελθόντος ένα τσόλι πεταμένο.

Είμαι ψευδαίσθηση, ένα φάσμα σκοτεινό
κι’ εσύ το χάδι του γιαλού μοσχολουλούδι,
είσαι ένα όραμα γλυκό, παιχνίδι εωθινό
κι’ εγώ είμαι ρίμες που δεν γίνονται τραγούδι.

Είμαι το χθες κι’ είσαι το σήμερα χαρά μου,
στο χείλος μιας αβύσσου ακροβατώ,
φθαρτό, γυμνό ολόγραμμα τα όνειρα μου,
οφθαλμαπάτη μάτια μου, ο άσος σου ο καρό. 

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Για δες!



 Για δες!

Για δες που βράδιασε στ’ αλήθεια,
είχα ξεχάσει πως υπάρχει ένας σταθμός,
φθίνουν τα χίλια και μιας νύχτας παραμύθια,
δεν το πιστεύω πως με γέλασε ο καιρός.

Του λύχνου απόμειναν δυό, τρείς σταγόνες λάδι,
μα πίστευα η φλόγα του θα φέγγει συνεχώς,
πως δε θα βρω στο δρόμο μου ποτέ σκοτάδι,
άπαιχτο έργο άχρονο, στο κάποτε, στο προσεχώς.

Απόγεμα κι’ η μέρα έχει στη ματιά μου λιγωθεί,
σ’ ένα πικρό χαμόγελο ονείρου που σκοτώνει,
παραδομένη, με της νύχτας την εσθήτα να ντυθεί,
για λύτρωση, που όμως όπως λένε, δε λυτρώνει. 

Λες κι’ ήταν χθες το φως του ήλιου που τρυγούσα,
πότε έφτασε στο σώσμα τ’ ανοιξιάτικο πρωί,
ξένα τα χνάρια που άφησα, τα χείλη που φιλούσα,
δεν το πιστεύω πως με μπέρδεψες, με γέλασες ζωή. 

Ελλάδα μου!



 Ελλάδα μου. 

Πως σε κατάντησαν Ελλάδα μου φτωχή,
σκιά αθώρητη στ’ αχνόφεγγο τ’ αποσπερίτη,
επαίτισσα, του κόσμου αποπαίδι στη βροχή,
γύφτισα μέρα δίχως ήλιο, όνειρα και σπίτι .

Ψυχής οδύνη σε τρατάρανε Ελλάδα μου πικρή,
σε πέταξαν χωρίς αιδώ, σε βάλτους κι’ υπονόμους,
όπως και χθες και τώρα αγκαλιά προδοτική,
χειρουργικά τεχνάσματα στο σώμα και σε νόμους.

Η πελαγίσια σου ματιά τρικυμισμένη,
στον άγριο δρόλαπα Ελλάδα μου γυμνή,
την τεφροδόχο σου θωρείς βαλσαμωμένη,
βάτος καιόμενη, διάπυρη ελπίδα σκοτεινή.

Τις Θερμοπύλες, το εικοσιένα αναπολείς,
μα είχες αναθρέψει και άλλους εφιάλτες,
καρφιά σου στρώσανε σ’ αυτά να οδοιπορείς,
και ξέχασαν πως είσαι φως, ανέσπερο,
φάρος και στις δικές τους στράτες.