Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Ένα φιλί για σένα...

Καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος 2011 με υγεία και πολύ υπομονή…

'' Ένα φιλί για σένα...''

Το αφιερώνω σε σας που μια στάση κάνετε εδώ στη γειτονιά μου, με αγάπη.


Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Κλεψύδρα...



Κλεψύδρα…

Ο χρόνος τρέχει στην κλεψύδρα της ζωής
κι’ εσύ οδοιπόρε στης οδύσσειας σου το χάρτη,
χαράζεις ρότα για το δρόμο της φυγής,
απ’ το δικό του το ανάλγητο, γιγάντιο γινάτι.

Μην περιμένεις να σου πει ώρα καλή,
το άναστρο σαν έρθει μεσονύχτι,
κόψε ένα ρόδο απ’ του Απρίλη την αυλή,
να ξεγελάσεις της παγίδας του το δίχτυ.

Είσαι ένας ξένος της γραμμής λαθρεπιβάτης,
στον άχρονο του τρένου το σταθμό,
ένας περίεργος, απόκληρος διαβάτης,
δεν το μπορείς ν’ αλλάξεις του παρόντος το ρυθμό.

Μην περιμένεις το εξπρές δεν επιστρέφει,
δεν το πιστεύεις πως σε γέλασε ο καιρός,
ψέματα λες πως ένα όνειρο σου γνέφει,
άνθρακας είναι στο φινάλε ο θησαυρός.

Ο χρόνος τρέχει στην κλεψύδρα της ζωής
κι’ εσύ απορείς πως έχει κιόλας σκοτεινιάσει,
σκέψεις παρήγορες, μα ποιάς απαντοχής,
το πεπρωμένο ποιος μπορεί να προσπεράσει!

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Δεν το μπορείς...



Δεν το μπορείς…

Δεν το μπορείς χαρά μου να με νιώσεις,
είμαι’ ένα ρεύμα που αλλάζει συνεχώς,
ζήτημα είμαι θα χαθείς στις εξισώσεις,
άπαιχτο έργο που θα γράφει προσεχώς.

Είμαι ένα μήλο εκλιπόντος παραδείσου,
βάτος καιόμενη, ο μέλανας ζωμός,
ακροβατώ στο χείλος μιας αβύσσου,
είμαι’ ένα είδωλο, αρχέγονος χρησμός.

Είμαι μια αίρεση, άλυτο αίνιγμα, θολό,
δούρειος δρόλαπας μοιραίας αυταπάτης,
για το φευγάτο ονειρόδραμα μελαγχολώ,
μιας νύχτας είμαι ομορφιά μου υπνοβάτης.

Δεν το μπορείς ψυχή μου να φωλιάσεις,
σ’ οξειδωμένα όνειρα και άναρχα φιλιά,
σ’ ένα φινάλε μιας αγάπης δε θα φτάσεις,
στης εκκλησιάς τα λευκοφόρετα σκαλιά.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Πατρίδα...



 Πατρίδα...

Με το ανέσπερο το φως της η Ελλάδα,
στου κόσμου τη θολούρα οδοιπορεί,
μέσα απ’ το ψέμα χωρίς φώτα με μια δάδα,
τις Θερμοπύλες, το εικοσιένα αναπολεί.

Για τα παιδιά της που θωρεί ν’ αργοπεθαίνουν,
στην αδικία πως μπορεί ν’ αντισταθεί,
θεριά το νάμα δίχως οίκτο που της κλέβουν,
πώς να’ ναι θεέ μου ψέματα κάνε να ονειρευτεί.

Προσκυνητάρια που τα σβήσαν οι χειμώνες,
που να’ ναι ο ίσκιος σου άναρχε ν’ αρθεί,
χαλάσματα βουβά κι’ οι Παρθενώνες,
κι’ ούτε ν’ απάγκιο απ’ το βοριά να κρατηθεί.

Αλλοιώσιμο απ’ τον πόνο το δάκρυ της κυλάει,
της ιστορίας φυλλορροούν αναμνήσεις παλιές,
το άδειο ποτήρι με πόνο στα χέρια της σπάει,
με αίμα το χώμα ποτίζει, με λίγες που μείναν σταλιές.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Τι κρίμα...



Τι κρίμα...

Σ’ ένα ματζόρε που δε φτάσαμε λυπάμαι,
τι κρίμα τ’ όνειρο μας να χαθεί,
από το χέρι το κρατούσαμε θυμάμαι,
με τα μινόρε μιας αυγής για να ντυθεί.

Πως το μπορέσαμε και κάναμε ληστεία,
σ’ ένα παιχνίδι που το παίζουν και παιδιά,
τι κρίμα που χωρίσαμε γι’ αστεία,
κι’ έγιναν κάκτοι της ελπίδας τα κλαδιά.

Σ’ ένα φινάλε που δε φτάσαμε λυπάμαι,
τι κρίμα που δε νιώσαμε το πρώτο μας φιλί,
ποιό λάθος κάναμε στο άγνωστο και πάμε,
μια μέθοδο αγάπη μου δε λύσαμε απλή. 

Πως το μπορέσαμε και σβήσαμε τον ήλιο,
στις ζωγραφιές μας μια μουτζούρα να φανεί,
όλους τους μήνες πως τους κάναμε Απρίλιο,
μι’ αγάπη μάτια μου για πάντα να χαθεί.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Είναι μια φάρσα η ζωή...



Είναι μια φάρσα η ζωή…

Είναι μια φάρσα μάτια μου η ζωή,
ένας βοριάς μιας χίμαιρας το χάδι,
ένα ξενύχτι ένα άγουρο πρωί,
ένα απρόσμενο θλιμμένο βράδυ.

Γκρίζα τα σύννεφα κι’ απόψε ομορφιά μου,
έργο ασπρόμαυρο ανάκουστο θολό,
πλάκα μου κάνουν και τα άδεια όνειρα μου,
ξεστράτισαν οι ρίμες μου μελαγχολώ.

Ξάγρυπνες νύχτες συντροφιά με εφιάλτες,
με ερινύες αγκαλιά οδοιπορώ,
είδωλα σκοτεινά ματιές φευγάτες,
στο άγνωστο χαρά μου ορρωδώ.

Είναι μια φάρσα η ζωή ψυχή μου,
ένας χορός που λένε μπαλ μασκέ
και το λευκό το σύννεφο απ’ τη ζωή μου,
έμεινε όνειρο οξειδωμένο αντικέ. 

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Βιάσου...



Βιάσου…

Βιάσου οδοιπόρε της βροχής και των ανέμων,
η πλημμυρίδα σβήνει χνάρια και σημάδια,
για τη δική σου την Ιθάκη της φωτιάς και των πολέμων,
ρίξε τα κάστρα και στου τώρα τα σκοτάδια.

Ζάλα αλίμενα στου χρόνου το προσκυνητάρι,
αναπολήματα εξαίσια μιας κάποιας συνδιαλλαγής,
σε κέρναγε η ζωή με το παλιό το κατοστάρι,
στα μεσοπέλαγα των ηδονών μιας ροδαυγής. 

Τώρα στο λιόγερμα το άπλερο που σε σκεπάζει,
αποζητάς να συνταιριάσεις τα κομμάτια μιας ζωφόρου,
σ’ ένα φινάλε που με μένος και γινάτι ανταριάζει,
για τ’ ανεξήγητο ρυτίδωμα του χρόνου και του χώρου. 

Χαμένος στ’ άγνωστο περίσσιος συμφυρμός,
στη σκιά του άναρχου ποθείς να ξαποστάσεις,
ασύλληπτος της απεραντοσύνης λογισμός,
συμπαντικός αθέατος γκρεμός πώς να περάσεις.

Βιάσου οδοιπόρε έχει η μέρα αποκάμει,
τα δέντρα ορθόκορμα πεθαίνουν είχες πει,
σ’ ένα παρθένο όνειρο, στερνό σεργιάνι,
ένα σου δάκρυ πριν στο χώμα να χαθεί.

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Αν μ' αγαπούσε...



Αν μ’ αγαπούσε…

Και τι δε θα ’κανα,
το πεφταστέρι της αυγής αν μ’ αγαπούσε ,
με της ψυχής του το ρεφρέν αν με μεθούσε.
Να ’ταν η μούσα μου κι’ εγώ ο μελωδός του,
στις στροφές της ζωής η επωδός του.

Και τι δε θα ’δινα,
για μια γωνιά στη σκέψη του μυαλού του,
να μαγγανέψω να γευτώ,
την αύρα του κορμιού του.

Να ’ταν απτός αντικατοπτρισμός,
στην έρημο του νου μου,
να ’ταν εξάντας μπούσουλας,
το πολικό αστέρι τ’ ουρανού μου.

Να ήταν φάρος οδηγός,
και στα ορμίσματά μου,
άστραμμα στα σκοτάδια μου,
στα νεφελώματά μου.

Και τι δε θα ’δινα,
αδήριτος φρουρός της ύπαρξής του να ’μουν
οι οραματισμοί του σε μένα να ταιριάζουν,
τ’ απόκρυφα του αισθήματα ν’ αγρεύω,
στο μπρίο του να χάνομαι,
με των ματιών του το εξπρές να ταξιδεύω.

Και τι δε θα ’κανα,
μια νύχτα αν με ξυπνούσε
κι’ ήταν αλήθεια, ήταν γιορτή,
τ’ όνειρο με φιλούσε.

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Δηιάνειρα.



Δηιάνειρα.

Από τη στέπα του μυαλού χνάρια μαζεύω,
μες σε συμπλέγματα αλλόκοτα παράνοιας,
τη μνήμη την αλλοιώσιμή μου αναδεύω,
να ξαναβρώ τα άληστα φιλιά της Δηιάνειρας.

Μα βρήκα στα στέκια τα γνωστά, ξόβεργες παγίδες,
την Ήρα τη χαιρέκακη, τα όνειρά μου να αγρεύει,
και της ψυχής τις άμοιρες, τις ξέπνοες ελπίδες,
πεντόβολα, μες στης φωτιάς τα κάστρα, να τις παίζει.

Γκριζοφορούσες οι φούξιες οι ερωτόχρωμες, δάκρυα στάζουν
σποράς άνυδρης, της Αφροδίτης άραχλα στολίδια,
στ’ ακροθαλάσσι των θεών χίμαιρες άτρομες χειμάζουν,
κι’ έγινε η άμμος η Ξανθιά, χαλικερά στρωσίδια.

Τώρα στο σύθαμπο τον Όλυμπο κοιτάω,
που πήγαν τάχα οι θεοί ο ψεύτικοι ρωτάω.
Μ’ αυτός σιβυλλικός ανήλιαγος, με χιόνια παραμένει
κι’ έχει στο θρόνο του άνασσα, θεά την ειμαρμένη.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Αέναη εικόνα!


Αέναη εικόνα!

Σε είχα δει στο (ιερό) της Ελευσίνας,
μέσα σε λάμψεις σε καπνούς και ιαχές,
είχες γλιστρήσει απ’ τα τείχη της Αθήνας,
για παιχνιδίσματα σε άναστρες νυχτιές.

Σαγηνευτική, αιθέρια της Ιουδαίας Βερενίκη,
στα αφροκύματα τα λάγνα των καιρών,
στις ακροποταμιές του Νείλου Νεφερτίτη,
παντοτινές, ονειρικές εικόνες ηδονών.

Χνάρια εξαίσια μιας άλλης Θαργηλίας,
αλλόκοτο μεθύσι αφιονισμένη ενοχή,
εθιστικές στιγμές οθφαλμοσυνουσίας,
άφατη, αρχέγονη, ερωτική διαδοχή.

Σε ξαναβρίσκω πορνοστάρ της οικουμένης,
θέλγητρα ανάλλαγα στου χρόνου το σταθμό,
λάγνα θωριά της σάρκας σου της χιλιομαλαγμένης,
Σαλώμη αέρινη, στο σύγχρονο του dvd ρυθμό.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Συμπαντική δροσοπηγή.



 Συμπαντική δροσοπηγή.

Τη σκέψη μου απλώνω οργιές μακριά,
στην άσπρη συννεφιά να ακουμπήσει,
σταλιές πηγαίες ν’ απαλύνουν τη θωριά,
τ’ αθέατα μου όνειρα να απαντήσει.

Διαμαντοφόρετος, ουράνιος ποταμός,
σκαρί στα κύματα του με μεράκι λαξεμένο,
ταξίδι άχρονο, δίχως σημάδια, μισεμός,
μ’ αλήθειες και αγάπες μπολιασμένο.

Ζώπυρο ίχνος, σκέψη, στοχασμός,
του χρόνου περασμένα πεπραγμένα,
πλατύσκαλο των αναμνήσεων σταθμός,
τραγούδια εφηβικά, απέριττα, κανακεμένα.

Πηγή ύδατος ζώντος της ψυχής αναπαμός,
απ’ τα ταξίδια στις ερήμους των τυφώνων,
γαλήνιος του φθινοπώρου ο λογισμός,
στην απεραντοσύνη του κενού και των αιώνων.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Εφηβική εικόνα.




Εικόνα εφηβική.

Σε μια αμμουδιά της σκέψης μου ερημική,
βρίσκω και πάλι τη ματιά σου τη θλιμμένη,
μια εικόνα σου ασπρόμαυρη εφηβική,
το βαθυκόκκινο θωρούσες μαγεμένη.

Γητειά τα χείλη σου το βλέμμα σου ηδονή,
για μια καινούργια μου μιλούσες πειρατεία,
του νου μου εξαίσια λαχτάρα προσμονή,
βιάσου μου έλεγες, τελειώνει η επαιτεία.

Έπαιζε η σάρκα σου στου ανέμου τα φιλιά,
στα μεσοπέλαγα των ηδονών τρικυμισμένη,
θαλασσινά, γοργόφτερα αρπίζανε πουλιά,
στον έναστρο, τον μπλάβο θόλο μεθυσμένη.

Όμως απόκαμα ομορφιά μου, καιρός να ονειρευτώ,
όσα μου έδωσες απλόχερα κι’ απόψε να γευτώ.
Χαράζει η μέρα κι’ έγειρες γλυκά αποκοιμάσαι,
μάτια μου γλυκά, να μη χαθείς, να με θυμάσαι.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Αντιθέσεις.


Αντιθέσεις

Manor, εξαίσιο ξετέλεμα, κάποιου Baron (επαίτη) η εστία.
Άστρα φεγγάρια και ουράνιες αγγέλων παραστάσεις.
Διαμάντια, μάλαμα, καράτια μύρια, ναι τόση απληστία.
Πέπλα σμαραγδοκέντητα, σύννεφα άλικα της πλάσης.

Αναδυόμενο παραμυθένιο, αστρόφιαχτο πανόραμα,
αυλές της άρκτου και της πούλιας, φιδάτοι ποταμοί.
Καμβάς της τέχνης των χρωμάτων, ονειρόγραμμα,
ηδονικά γλυκοχαράματα, ουράνιο μάνα οι οβολοί.

Στο σταυροδρόμι όμως το μοιραίο της ζωής,
σε βάρκα του Αχέροντα κι’ εκείνος έχει μπαρκάρει,
στην ποθητή του άλλου κόσμου αθανασία της ψυχής,
δεν το μπορεί ένα ανθρώπινο ρετάλι να σαλπάρει.

Σπίτι μου, σπιτάκι μου…

Σπίτι μου λευκό, σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου,
από τις θάλασσες τις μπλάβες του Ελύτη φεγγοβόλο,
άσμα εωθινό γλυκαηδονιού, στις ακεφιές μου Βοτανάκι μου,
χιονάτα γιασεμιά, χαμόγελο μου αγαπημένο δροσοβόλο. 

Σπίτι μου λιτό, αγνό, βαλεριάνα της ψυχής που με προσέχεις,
τα συναισθήματα μου αγκαλιάζεις και μαζί τους ξενυχτάς,
δε σε αλλάζω με manor, είσαι ο δικός μου της αγάπης μπεζαχτάς.
Λιώνεις τον πάγο της καρδιάς με ξεκουράζεις και μ’ αντέχεις.

Εικόνα
Waddesdon Manor 1874

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Βραδινή απογείωση...


Βραδινή απογείωση…

Σε ξαναβρίσκω στ’ αφροκύματα τα ήρεμα του τώρα,
του χθες λαχτάρα μου κι’ εξαίσια προσμονή,
ερωτευμένη όπως τότε με την άγρια την μπόρα,
αναδυόμενα στα μεσοπέλαγα παιχνίδια, ηδονή.

Στίγματα αμαρτωλά, τατού, του πόθου λαξεμένα,
σκηνίτες έρωτες κατατρεγμένων στεναγμών,
βαθύ, του παραλόγου βαρομετρικό, φωλιές στα ξένα,
μη και μας δούνε μάτια ξωτικών περαστικών.

Φουρτούνα στ’ αρχιπέλαγος του φθινοπώρου,
στα σκέρτσα των ανέμων παράνομη υποταγή,
λαθρεπιβάτες του παλιού και ξένου ιστιοφόρου,
γυμνό ολόγραμμα των …ήντα συνδιαλλαγή.

Λάθρα και πάλι στου Σεπτέμβρη τ’ ακρογιάλια,
μοιραία απογείωση κι’ ας είναι βραδινή, αμαρτωλή,
αναταράξεις, εξισώσεις, στης ψυχής τα καρναβάλια,
για το χαμόγελο της είχα αφήσει τάμα, προκαταβολή.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Ακόμα...



Ακόμα...

Και πάλι στης ζωής το ξεχασμένο ξενυχτάδικο,
εξοστρακίζω τις παλιές στημένες παραισθήσεις,
μπαρκάρω σ’ ένα όνειρο καινούργιο διαβατάρικο,
στις πλάνες διεισδύω των ματιών της, τις αισθήσεις.

Περιδιαβαίνω νιές, γειτονιές κοσμικές,
το καινούργιο παλτό μου προβάρω,
ανασκευάζω φθαρτές, παλιές πρακτικές,
τ’ αναδυόμενα μου τα θέλω, μοστράρω. 

Εξωτικό χαρμάνι ευφορίας ακραίων στιγμών,
στη πυρά μελαγχολίες κι’ αναίτιες θλίψεις,
στη γκιλοτίνα τα άπλερα πάθη γκρίζων καιρών,
στον καιάδα και οι αφορισμένες μου τύψεις.

Κλείνω ματιές, ερωτιάρικα άλικα χείλη φιλάω,
λες και ήταν χθες, με τα φτερά τα δικά μου πετάω.
Της Αθήνα τα βράδια, Παρθενώνες κι’ ατλάζια
και της ζωής σαν και πρώτα κουλαντρίζω τα νάζια.

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Αντίο σ' ένα καλοκαίρι.


Αντίο σ’ ένα καλοκαίρι.

Αποσταμένο από την κάψα ένα όνειρο φευγάτο,
μ’ ένα μισόγιομο φεγγάρι που τρεμόπαιζε να σβήσει,
απ’ τ’ αυγουστιάτικο το σώσμα λέει να μεθύσει,
με το απύθμενο ποτήρι της ζωής το κολονάτο. 

Του φθινοπώρου το χλωμό χαμόγελο του γνέφει,
απ’ την υπόγεια την παλιά ταβέρνα το θυμάται,
τα καλοκαίρια των φιλιών τα ερωτικά ανεστοράται,
Νεραιδοπαιχνιδίσματα σ’ αστερισμούς και νέφη. 

Στο χρόνο του τον ακυβέρνητο αποζητάει,
τις καταιγίδες της φωτιάς που’ χει αφήσει,
τα πελαγίσια σ’ αγαπώ που είχε ζωγραφίσει,
στων πεπρωμένων τα μελλούμενα αναριγάει. 

Μετράει στα κίτρινα τα φύλλα άγνωστους χρησμούς,
κι’ ίσως μαντέψει πως και άλλο καλοκαίρι θ’ ανατείλει,
να κρατηθεί απ’ του χειμώνα τη μανία πριν ξωκείλει,
της ειμαρμένης μήνυμα, γραφή ν’ αφήσει, ξορκισμούς.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Να μη χαθείς!



Να μη χαθείς!

Μου είχες πει, το πολικό να είμαι τ' άστρο της ζωής σου
κι' αν χρειαστεί ηχοπαγίδα να γενώ της έκρηξής σου,
να είμαι ο ήλιος στου χειμώνα σου τα βράδια,
πυγολαμπίδα στης ψυχής σου τα σκοτάδια.

Να είσαι η έμπνευση, ο στίχος μου, οι ρίμες,
βαλεριάνα στους βοριάδες, στο λιοπύρι, στις ωδίνες.

Σου είχα πει, να μη χαθείς ποτέ απ' τη ζωή μου,
να διυλίζεις το νερό και το κρασί μου,
να συνταιριάζεις τ' ανεκλάλητα τα σκόρπια μου τα θέλω,
να μ' αγαπάς ακόμα κι' όταν το εγώ μου υποστέλω.

Να είσαι μάτια μου ανταύγεια, ηλιαχτίδα,
της προσευχής μου η εικόνα, η ελπίδα.

Όμως, τα μου' χες πει και σου' χα πει,
στου φλοίσβου το μουρμούρισμα γίνανε ζάλη,
στις συννεφιές μιας Κυριακής μια αστραπή,
θαμπή φιγούρα στου μυαλού την παραζάλη.

 Χαμόγελο μου, θα' σαι πάντα λαξεμένο στους νευρώνες.
Της προσευχής μου το ξωκλήσι, των ονείρων μου εικόνες. 

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Μια αλήθεια που γερνά...



Μια αλήθεια που γερνά...

Πεθαίνουν τραγουδώντας τα πουλιά, έχουνε πει,
μ' αγκάθια που το στήθος τους πληγώνουνε μοιραία,
άρπες ουράνιες, ακόρντα αγγέλων, μια αναλαμπή,
ασμάτων άσμα το στερνό, λίγο πριν πέσει η αυλαία.

Τ' αηδόνια τραγουδάνε την αυγή ηδονικά,
μεθάνε με το νέκταρ της αιώνιας αγάπης, 
λίγο προτού χαθούνε απ' τη ζωή, έτσι απλά,
κι' εμείς φευγάτοι της δικής μας αυταπάτης.

Δεν έχει νόημα χαρά μου, μια αλήθεια που γερνά,
είναι ένα ρεύμα στην ελεύθερη μας πτώση,
σε σύμπαντα κενά, αλαργινά και ''ωσαννά''
βάτος φλεγόμενη, τ' αγκάθια της ζωής ν' αποψιλώσει.

Στης μοίρας τ' αναπόφευκτο ρεσάλτο αδιαφορώντας,
σε λαξεμένα απολιθώματα του προσεχώς,
μ' απόσταγμα ρακής και φάλτσα τραγουδώντας,
πεθαίνουν κελαηδώντας τα πουλιά η ''επωδός''.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ένα χαμόγελο.


Ένα χαμόγελο.

Ένα χαμόγελο που το 'χα φυλαχτό,
στα βάθη της καρδιάς μου που 'χε μείνει,
στο στέλνω με το σύννεφο που ξέρεις το λευκό,
στις νύχτες σου ηλίανθους ν' αφήνει.

Φάρος να είναι για υφάλους ξερονήσια,
στη θάλασσα της σκέψης σου πρίμα πανιά,
εν' αγιοκέρι στης ψυχής σου τα ξωκλήσια,
μιας ηλιαχτίδας πινελιά.

Να το μπορούσα τη ζωή να ξελογιάσω,
στα ζάρια να την κλέψω μια φορά,
όσα μου ξέφυγαν χαμόγελα να πιάσω,
στα όνειρα σου να τα στείλω προσφορά.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Το παιχνίδι.




Το παιχνίδι.


Στου ήλιου το χαμόγελο είχα θαρρέψει,
κι’ είχα μεθύσει απ’ τα φιλιά του την αυγή,
βιαζόμουν λέει το παιχνίδι ν’ αντρειέψει,
της ολοκλήρωσης να νιώσω την κραυγή. 

Βίρα τις άγκυρες, κόντρα στο άγριο κύμα,
πρόσω με τους τυφώνες, ολοταχώς,
κανακεμένα όνειρα, μα δίχως ρίμα,
αδιαφορώντας για το αύριο, το προσεχώς.

Το ρίσκο όμως, στην απειρία του χρόνου,
έφερε δρόλαπα άγριο και πλήρη υποταγή,
ελεύθερο πνεύμα μα στα δίχτυα του φθόνου,
αντικατοπτρισμός και η δροσάτη πηγή.

Κι’ ήρθε ο χειμώνας μ’ αλαλαγμούς,
την νίκη του λέει για να γιορτάσει,
ενοίκια να εισπράξει, λογαριασμούς,
απ’ τον χιονάνθρωπο που’ χε ξεχάσει.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Εικόνα...

                              




Εικόνα...


Παραίσθησης, συμπαντική εικόνα, ξωτικό,
τα στεγανά π' απόμειναν του μπάρκου αλλοιώνει,
της ειμαρμένης πιόνι, της αυλής της υποτακτικό,
με το ναυάγιο μου λέει, θέλει να τελειώνει.

Σκαρί απ' τη θολούρα της ζωής αποκαμένο,
στην κάψα της ερήμου άδειο σκοτεινό,
ολόγραμμα στα ξάρτια απαγχονισμένο,
οξειδωμένο αντικέ, μιας εποχής αλαργινό.

Άραχλες, άναρχες, γυμνές οι αναμνήσεις,
καψαλισμένες στην απρόσιτη αμμουδιά,
ένα ποτήρι άδειο με ελπίδα ίσα ίσα να γεμίσεις,
ιερογλυφικά στα ίσαλα, γραφές από παιδιά.

Μορφή εβένινη στην πλώρη λαξεμένη,
στερνό αγνάντιο στ' αφροκύματα του χθες,
πικρό χαμόγελο στα χείλη της που μένει,
από τα έξαλα ότι απόμεινε για σουβενίρ να λες.

Κι εσύ χρυσή μου αχιβάδα για θυμήσου,
κρυφά μου ΄χες χαρίσει το μονόγραμμα σου,
όμως ξωκοίλαμε στο ίδιο το φινάλε της αβύσσου,
κι’ έχω ξεχάσει στους αιώνες τ’ όνομα σου.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Και τι δε θα 'κανα...



Και τι δε θα 'κανα...

Είναι δυο μάτια που με νάζι με κοιτάζουν,
τον κόσμο μου τον άδειο καταυγάζουν.
Είναι παιχνίδι, όνειρο γλυκό εωθινό,
συναίσθημα παράξενο, αστέρι φωτεινό.

Και τι δε θα ’κανα,
το χρώμα των ματιών του να χαϊδέψω,
τη σκέψη του να διάβαζα να κλέψω.
Να πιω το δάκρυ του κορμιού του να μεθύσω,
Τα βερεσέδια, τις σπατάλες μου να σβήσω.

Όμως δεν έχω το δικαίωμα να τ’ αγαπώ,
κι’ ας είναι της καρδιάς μου φυλαχτό.
Ούτε η ματιά μου στη ματιά του να μιλήσει,
ούτε η σκέψη μου κρυφά να το φιλήσει.
Δυο κόσμοι ξένοι, τόσο μακρινοί,
δεν έχουν πόρτες οι δικοί μας ουρανοί.

Να το μπορούσα λέει να γινόμουνα φονιάς,
το χρόνο σε καρτέρι να σκοτώσω,
για να γυρνούσα πίσω να του πω πως τ’ αγαπώ,
όσα χαμόγελα μου χάρισε η ζωή, να του τα δώσω. 

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Σκοτάδι και φως.


 


Σκοτάδι και φως.

Κι’ απόψε στην ατέλειωτη νύχτα 

στο τερατόμορφο σκοτάδι.
Ταξιδέματα μεταφυσικά με το άρμα άγνωστων ανέμων,
στον ουρανό της θύελλας.
Θωρώ το μελαγχολικό πλύσιμο της δύσης
και φοβάμαι.


Άρχισαν κιόλας να μαζεύονται συννεφιές,
μαύρες, αλλόκοτες,
πάνω σ’ ένα πέλαγο φτιαγμένο από τα καυτά δάκρυα
μιάς αιωνιότητας.
Το δωμάτιο μικρό, αρκτικό σπήλαιο.
Πόνος απ’ το μαστίγωμα της παγωμένης πολικής νύχτας.
Σκιές μαύρες, σιλουέτες ακαθόριστες, σ’ ένα χορό μεταμφιεσμένων.


Άλικες άβυσσοι, βάραθρα φωτιάς.
Κι’ απάνω συναντιούνται φεγγάρια άχρωμα.
Κομήτες στροβιλίζονται και παγώνουν τα μάτια μου.
Φάτσες παραμορφωμένες, πελιδνές.
Φωνές βραχνές ακατάληπτες.



Η τρομερή προέλαση των οπλών από αρχέγονα όντα,
θαρρείς διαπερνούν το σώμα μου.
Ερινύες περιγελούν τη φοβερή τρικυμισμένη σιωπή μου.
Κι’ η νύχτα μια αιωνιότητα.
Χάος.


Ξημέρωμα μέσα στη σιωπή των αστεριών που σβήνουν.


Κι’ εκείνη,
κάπου εδώ, κοντά μου είναι, το αισθάνομαι.
Ξέρω πως ακούει το δικό μου ανάκουστο κάλεσμα.
Νιώθω την αύρα της σκέψης της.
Τη χρειάζομαι κι’ αυτή το ξέρει, μου στέλνει το χαμόγελο της
και μου φτάνει.


Τα λουλούδια του ονείρου ξυπνούν, ανοίγουν φωτίζουν.
Η μέρα απ’ τη δροσιά της δρόσισε.
Σβήνει πεθαίνει το χάος.
Οι καταιγίδες κατεδαφίζονται.
Μιά στάλα φως και σήμερα από το φως της.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Ψευδαίσθηση.



 Ψευδαίσθηση.
(Απατηλή ιδέα, ή πραγματικότητα)

Περγαμηνές στα σύννεφα, σημάδια, οιωνοί,
της θάλασσας τα κύματα με ρίμες λαξεμένα,
του νου μυθεύματα, σφυρήλατοι χρησμοί,
ιδεογράμματα σε μια ψευδαίσθηση αφημένα.

Βάτος φλεγόμενη, ζοφώδης ερημιά,
συννεφοσκέπαστο της Κυριακής το δείλι,
γκρίζα και άοσμα τα άσπρα γιασεμιά,
πρωταπριλιάτικα και τ' άλικα τα χείλη.


Το λυκαυγές στης μνήμης το κενό ένα σημάδι,
σφοδρός του χρόνου ο γδικιωμός,
πυγολαμπίδες τα φεγγάρια στο σκοτάδι,
αλύχτημα αρχέγονου θεριού, αλαλαγμός.


Σε φεγγαρίσιες σκοτεινές, ανέστειες πορείες,
σε νεφελώματα ορτσάροντας δίχως πανιά,
ολοταχώς σ' αέναους της ειμαρμένης γαλαξίες,
γυμνές οι χάριτες στου μπάρκου τα σκοινιά.

Καψαλισμένες απ' το λίβα οι αναμνήσεις,
περιπλανόμενες στου νου την καταχνιά,
άραχλα όνειρα απολιθώματα κατεδαφίσεις,
ζάλα αλίμενα στου χρόνου το χιονιά.


Ταξίδι σ' ένα χάος με το άρμα των ανέμων,
μ' οξειδωμένα όνειρα στ' αζήτητα χωρίς αξία,
λάφυρα σκόρπια ματωμένα των πολέμων,
της λογικής του χώρου και του χρόνου αταξία.


Συννεφιασμένοι ορίζοντες και θέατρα αστεία,
μια θέση άδεια σε λαθραία και θολή φωτογραφία,
χωρίς κανόνια στης ζωής την τελευταία πειρατεία,
του μάπεπ σόου κωμική, γνωστή γελοιογραφία.


Σε αδιέξοδα περάσματα, γραφές και προφητείες,
ματαμφιέσματα σ' εν' αποκριάτικο, περίγελο ρυθμό,
με το καράβι της ερήμου γι' άλλες εκστρατίες,
βίρα τις άγκυρες, για κάποιον άγνωστο σταθμό.



Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Στην Άγνωστη.



Σου είχα πει, ένα χαμόγελο μου φτάνει,
στ’ ολόγραμμα του να τα πίνω να μεθώ,
να μου φωτίζει τις βραδιές στο πυροφάνι,
να ΄χω ένα λόγω να του λέω σ’ αγαπώ.

Στο γκρίζο απόβραδο ένα μελένιο βλέμμα,
στην αύρα της αλήθειας του ν’ αναριγώ,
από τις στάχτες μου να βρω καινούργιο θέμα,
μια λέξη που την έχασα, στον κόσμο μου να πω.

Μια λέξη μόνο, μονοσύλλαβη κι’ ευθεία,
λέξη κοινή μου λένε και μη δίνεις σημασία,
άλλοι γελούν γιατί τη βρίσκουνε αστεία,
είναι το μου, μα απ’ τα δικά μου λείπει τα αρχεία.

Στ’ αζήτητα που ψάχνω, ίσως κάποτε τη βρω,
τη μελωδία της την άγνωστη ν’ ακούσω,
για να μη λέω δεν πειράζει, έτσι έμαθα να ζω.
Να ΄χω ένα ..μου.. να το χτενίσω να το λούσω.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Η μοναξιά μιας (Ελιάς)



Η μοναξιά μιας (Ελιάς.)

Το χθες ποιος να θυμάται τάχα και γιατί
πως μπόλιασες εσύ τα λιόκλαρά μου
να σκιάζουν οι βλαστοί μου ένα γιαπί
να ξαποστάσουν τα παντέρμα όνειρα μου.

Τον κίνδυνο κανάκεψα και ικέτεψα στοργή
στ’ ανεμοδέρματα τ’ ανάλγητα του χρόνου
μαρτύριο στ’ αχνόφεγγο η χαίνουσα πληγή
απ’ τ’ αγριόχορτα τα ύπουλα του φθόνου.

Τα μυστικά σου όμως τα φυλάω κλειδωμένα
στις ρίζες μου να λιώσει το λευκό χαρτί
θα σβήσουν όνειρα αγάπης χαραγμένα
και στον κορμό μου θ’ απομείνει ένα γιατί.

Περνάει ο χρόνος με ιαχές θριαμβικές
πατώντας τους καρπούς της άνοιξής μου
φθαρτές εικόνες μου παλιές παρθενικές
έφτασε η ώρα δια παντός της έξωσης μου.

Λες κι’ ήταν χθες κι’ όμως περάσανε αιώνες
στη σκιά του άναρχου παιχνίδια δάκρυ οιωνοί
με πόνεσαν με πλήξαν ανελέητα τυφώνες
της θύμησης του τώρα μιας σβηστήρας ηδονή.
 

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Στις εκβολές του δειλινού.



Στις εκβολές του δειλινού.

Στό λιακωτό τ' ονειρκό φωλιάζει οιμωγή
τα μάτια ρύποι αιθάλης κατακλύζουν
μπουρίνι ξέσπασε στην άγονη γραμμή
της προσμονής τ’ αγριολούλουδα σαπίζουν.

Ένα σαπιόσκαρο με έρμα άδοτα φιλιά
μουτζουρωμένες κι’ οι παλιές φωτογραφίες
ηχοσκιές σ’ ένα ναυάγιο σφιχτ’ αγκαλιά
μνήμες απόκοσμες μουντές γελοιογραφίες.

Θολό απατηλό της νύχτας στείρο παραμύθι
στ’ αχνόφεγγο τ’ αποσπερίτη πίκρα, μοναξιά
μερεμετίσματα στης σιωπής τη λήθη
απ’ το κομμένο το τσιγάρο, λάθρα ρουφηξιά.

Στις εκβολές του δειλινού ο γδικιωμός
με βρύα τους αρμούς καλαφατίζω
νύχτα ανάστερη και που ανασασμός
με των ανέμων τα φιλιά αναρριπίζω.

Ερυθροπράσινη Αλκυόνη μου του χθες
σ’ ανάρια όνειρα δεν γράφονται τραγούδια
είναι ο νόμος της ζωής γι’ αυτό μην κλαις
ανθίζουν και στα χιόνια τα λουλούδια.