Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Χρόνια πολλά.


Σε σας που μια στάση κάνετε εδώ στη γειτονιά μου,

εύχομαι,

Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα, καλή πρωτοχρονιά.


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Δεν είσαι εγώ.



Μες στον καθρέφτη μου κι απόψε σε θωρώ,
πως εισ’ εγώ μη λες δεν το μπορώ,
δε σε γνωρίζω, δε σε ξέρω, δε θυμάμαι,
τώρα δεν είμαι φίλος σου λυπάμαι.

Κι’ αν όπως λες είσαι η αλήθεια
κι’ ότι δε ζεις στα παραμύθια,
τότε είμαι εγώ επαναστάτης
κι’ είσαι ένας άλλος αποστάτης.

Εισ’ ένα σώμα κάλπικο και ξένο
κι εγώ ψυχή που τη ζωή δεν τη χορταίνω,
εισ’ ένα όνειρο παλιό που έχω ξεχάσει
κι’ εγώ η καρδιά σου που δε λέει να γεράσει
εισ’ ένα ψέμα που οι χειμώνες του το δέρνουν
κι εγώ τα μάτια σου που ερωτευμένα παραμένουν.

Όμως δε θέλω στη θολούρα του καθρέφτη να σ’ αφήσω,
άσε το δάκρυ σου μ’ αγάπη να σκουπίσω,
είμαι εσύ, το χρόνο που ποθεί να σταματήσει,
ποιός δε λαχτάρισε δυό ζάλα πίσω να γυρίσει.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Καρδιά μου.



Καρδιά μου.

Καρδιά μου άστατη και ψεύτρα
μου έλεγες πως ήσουν πέτρα
κουράστηκες όμως στ’ αλήθεια
απ’ της ζωής τα παραμύθια.

Ξέρω ποτέ πως δε θ’ αλλάξεις
θέλεις κα πάλι να πετάξεις
να παίξεις όπως τα παλιά
με τα παράνομα φιλιά.

Με τόσες όμως αρρυθμίες
πως θες να παίξεις μ’ αλχημείες
το σήμερα δεν είναι χθες
πως το μπορείς, ψέματα λες.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Σε θυμάμαι.



Σε θυμάμαι.

Σ’ αντάμωσα σ’ εκείνο το παλιό το παραμύθι,
ασπρόμαυρη εικόνα των ονείρων μου θολή,
με είχε ανασύρει η ματιά σου από τη λήθη,
στο έλασσον μιας φόρμιγγας, σ’ αγάπησα πολύ.

Στα ταξιδέματα μου σ’ είχα ακραγγίξει,
σε άγουρες αλλοπαρμένες φάλτσες εποχές,
όμως σε έχανα το τρένο λίγο πριν σφυρίξει
κι’ έμενα πάντα με καινούργιες ενοχές.

Σ’ ένα άσπρο σύννεφο γεμάτο φαντασιές,
λιγνόκλαρος, κισσός σε αγαλιάζει,
γυρίζει ο χρόνος και σου αλλάζω φορεσιές,
με τη μορφή σου στο εκμαγείο να ταιριάζει.

Σταχτοσκαλίσματα παραίσθησης, αναλαμπές,
σκιές τα ίχνη σου τ’ αθώρητα, τα λάγνα,
μα δε ζητούσα ομορφιές, μόνο ένα μου, αειθαλές,
και το γοβάκι σου για τα δικά μου πλάνα.

Τελειώνει η άδεια και ο κισσός φυλλοβολεί,
με τη σκυτάλη σ’ άλλο όνειρο αφημένη,
για το χαμόγελο σου όμως κάποια ανατολή,
μέσα απ’ τις στάχτες μου θα βγω αγαπημένη.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Νύχτα Mαγιού.




Νύχτα Mαγιού.

Νύχτα Mαγιού, στο θέλγητρο σου το ονειρικό,
σ' αντάμωσα στα δειλινά, τα ήδιστα τα πλάνα,
το δάκρυ του κορμιού σου γεύτηκα, το ηδονικό,
στα αφροκύματα μιας θάλασσας τα λάγνα.

Σ’ έναν αιθέρα με μελίρρυτες σειρήνες,
γερτή στην αγκαλιά μου αποσταμένη,
είχες ξεχάσει των ματιών σου τις οδύνες,
κι’ είχες γλιστρήσει μέσα μου, ερωτευμένη.

Έπαιζε η σάρκα σου στου ανέμου τα φιλιά,
στα μεσοπέλαγα των ηδονών αποκαμένη,
θαλασσινά, γοργόφτερα αρπίζανε πουλιά,
στον έναστρο, τον μπλάβο θόλο μεθυσμένη.

Στ' αρχιπελάγους τα νησιά τα τροπικά,
σου είπα, ειμ’ ο άνεμος που είχες αγαπήσει,
μα εσύ με κοίταξες αδιάφορα ειρωνικά,
το μπάρκο λίγο πριν, στο άγνωστο μ’ αφήσει.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Μετρώντας.




Μετρώντας

Μετρώντας τ’ άσπρα σύννεφα στο γέρμα,
θωρώ να τους αλλάζει ο βοριάς σχηματισμούς,
κι’ εγώ στ’ ανοίγματα τους ψάχνω περασμένα,
χρησμούς κι’ ανέρωτους ωκεανούς.

Μ’ ένα φτερό στον άνεμο ανερευνώ,
φθαρτούς του λογισμού μου υπνοβάτες,
αγλύκαντος ορτσάροντας συγκυβερνώ,
σκαρί μπαταριστό, μ’ άυλους επιβάτες.

Εικόνα της κιτρινισμένη του καιρού,
σ’ αστερισμούς τη βρίσκω λαξεμένη,
σημάδι αέναο καιρού αλλοτινού,
στ’ ακροθαλάσσι μου γυμνή ερωτευμένη.

Σκουριά την άγκυρα αλλοιώνει,
στο μεσοπέλαγο ξωκείλει αμαχητί,
μια ζωγραφιά εφηβική, κισσός που απλώνει,
σ’ ένα κατάρτι μιας ανάμνησης να κρατηθεί.

Τα ασπροσύννεφα αγέρηδες τα διαφεντεύουν,
σε μπάρκα που ο χρόνος κυβερνά,
κυκλώνες ύπουλοι που τ’ αναδεύουν,
να μη σαλπάρουν τα όνειρά μου τα στερνά.

Κι’ εσύ αχιβάδα στου μυαλού μου το γιαλό,
ιδεογράμματα στα κύματα του χρόνου,
το άλικο το άληστο φιλί σου αναπολώ,
απολιθώματα στα πέλαγα του πόνου.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Πυρετός.



Πυρετός.

Στης ειμαρμένης τ’ ανεμόδαρτο το βράδυ,
στον πυρετό τον πρόστυχο της προσμονής,
σ’ ένα κρεβάτι πληρωμένης ηδονής,
αφρόψαρο ξενέρωτο, στης απειρίας το σκοτάδι.

Όνειρα αυγινά των διαβατάρικων στιγμών,
της πλάνης του, της νιόφερτης αιτία,
είναι όπως λένε της ζωής, γλυκιά η αμαρτία,
το άλικο, τ’ ανήλιαγο κελί των στεναγμών.

Φθαρτή, της θύμησης του εικόνα αλγεινή,
δίχως καπνό, γυμνή αφιονισμένη,
της Αφροδίτης του καιρού μεταλλαγμένη,
μια αμαζόνα χωρίς Πήγασο φτηνή.

Αιτία πλάνης οι οβολοί το πέρασμά της,
λάσπης φιλιά της ιστορίας των αιώνων,
τo δάκρυ της σκιά των Παρθενώνων,
στερνό φευγιό στη γκιλοτίνα τα όνειρά της.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Σε ξαναντάμωσα.


Σε ξαναντάμωσα.

Σε ξαναντάμωσα,
με χαίνουσες πληγές απ’ τα μεγάλα σου τα λάθη,
έκπτωτη στο αχνόφεγγο οράματος απατηλού,
είχες ξωκείλει απ’ τα πολλά, τ’ αέναα σου πάθη,
ακροβατώντας κάποιο σύθαμπο γι’ αλλού.

Η πελαγίσια σου ματιά τρικυμισμένη,
λεηλατημένη απ’ τα κουρσέματα των ξωτικών,
σε βράχια αχαρτογράφητα ναυαγισμένη,
εύκολη λεία ύπουλων αρπαχτικών.

Σκιές τα χνάρια σου στο πέρασμα του χρόνου,
απολιθώματα μιας άλλης ξεχασμένης εποχής,
φθαρτές μπαταρισμένες αγκαλιές του πόνου,
ερωτευμένες θύμησες στερνής απαντοχής.

Στη πλημμυρίδα έχεις τώρα την ελπίδα
ν’ ανασηκώσει το σκαρί απ’ το γιαλό
μήπως και φτάσει στα συντρίμμια κάποια αχτίδα
να αναπλάσει μια εικόνα, λαξεμένη σε πυλό.

Πως να χωρέσω μάτια μου, σε μια αδέσποτη συγνώμη.
Με συλημένα όνειρα ψυχρών συμβιβασμών,
σ’ ένα ολόγραμμα αρχέγονο που τό `λεγαν Σαλώμη,
σε μια καινούργια, ξέφρενη τροχιά αφορισμών.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Αλόη.



Αλόη


Δίχως μια σκιάδα στης ερήμου το καμίνι,
μικρή μου Αλόη είχες μείνει από αγάπη,
οξειδωμένα ιδανικά σου είχαν απομείνει,
περιουσία ενός πολέμαρχου σατράπη.

Ριγούσε το φεγγάρι στην έναστρη νυχτιά,
κι’ εσύ είχες λιγωθεί στην αγκαλιά μου,
κρυφά με δρόσισες μ’ αέναη γητειά,
ιάματα αρχέγονα στα ζοφερά φιλιά μου.

Να πάρω μου είπες τα όνειρα σου τα παρθένα,
κι’ όσο το δάκρυ της ψυχής σου θα κυλά,
θα μου γιατρεύεις τα δικά μου αφιονισμένα,
τα αιωρούμενα, με το εγώ μου να κατρακυλά.

Μικρή μου Αλόη της ερήμου γιατρικό,
δεν έχω χρόνο δυό φορές να σ’ αγαπήσω,
στη σκιά μιας άλλης Νεφερτίτης είμαι αερικό,
δεν το μπορώ το παρελθόν μου να νικήσω.

Όμως να ξέρεις στον αιθέρα που θα πλέω,
του φεγγαριού σου θα κεντώ το ριζικό,
με το τραγούδι της ερήμου θα του λέω,
πως είσαι το μεγάλο της καρδιάς μου μυστικό.


Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Της τύχης τα γραμμένα.



Της τύχης τα γραμμένα.

Μες στης ζωής τα ταξιδέματα,
στον κόσμο μπαλ μασκέ που ζούμε,
για της ζαριάς τα μάτια, στα ονειρέματα,
εξάρες να ’ρθουν μια φορά όλοι ποθούμε.

Χιμαιροκυνηγήματα, μα η ελπίδα δεν πεθαίνει,
ας παίξω μια φορά ακόμα λες,
το χαρτζιλίκι το στερνό που μ’ απομένει,
μα πάλι ντόρτια και διπλές.

Τα μαύρα μάτια τους που όλοι ερωτευτήκαμε,
κι’ αγγίξαμε κάποια στιγμή, την αύρα τους που λένε,
κι’ αν τσιμπιτά τις παίξαμε και τάματα τους ρίξαμε,
παιχνίδι κάνει η ζωή αυτές δε φταίνε.

Μα κι’ αν η τύχη μια απρόσμενη στιγμή,
με τα φιλιά της τα μελένια σε κεράσει,
θα ’ρθει ο χρόνος να σου πει,
τέλειωσες έχεις χάσει.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Κραυγή.


Κραυγή.

Βιράρω απ’ τα θλιμμένα απόβραδα αισθήσεις,
κι’ απ’ τα καιόμενα μελλούμενα κραυγή,
από τα κάτεργα μοιραίες, αγοραίες παραισθήσεις,
έρμα για το σαπιόσκαρο που το ΄λεγαν αυγή.

Της πλάνης μου οράματα απόβλητα φασμάτων,
χρησμοί δυσοίωνοι, αλαφιασμένοι γογγυσμοί,
της γκιλοτίνας υπολείμματα συναισθημάτων,
άγραφοι, ακατάληπτοι, ουτοπικοί χρησμοί.

Σκιάδες ανεμοσκόρπιστες, άχρωμες συνειδήσεις,
όνειρα ζοφερά, τυφλά, συννεφιασμένα,
άσκοπες, μάταιες, ζούφιες αναδομήσεις,
χνάρια ερωτικά, περάσματα αναπαλαιωμένα.

Βιράρω απ’ το σαπιόσκαρο που το ΄λεγαν αυγή,
με καταπέλτη απ’ το ναυάγιο, στα βράχια τσακισμένο,
οξειδωμένα υπολείμματα, της αυταπάτης μου κραυγή,
σκαρί με τσούρμο άυλο του χρόνου αφορισμένο.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Διαλεκτική.


Διαλεκτική.

Ενύπνιο υπέροχο, χωρίς αρχή και τέλος.
Ευτυχία ανείπωτη, ανομολόγητη.
Χρυσή σπίθα από το φως της φύσης.
Πολύχρωμες φλεγόμενες εικόνες.
Ήλιος θάλασσα και σάρκα.
Κι’ ο χρόνος; Άγνωστος.
Ένας κομήτης, ένας μύθος.

Κι’ όμως, μυθικά κλειδοκύμβαλα
σκουριασμένα από τα οργισμένα νεφελώματά του.
Μελωδίες ακατόρθωτες,
σ’ έναν κόσμο μικρό, ωχρό, ισόπεδο.
Χημεία χωρίς αξία.
Άβυσσοι, βάραθρα φωτιάς.
Λάμψεις θνητές,
συναντιούνται στους άχρωμους ουρανούς.

Συνήχηση με της ζωής το συνθεσάιζερ
σε μια κραιπάλη όλων των αισθήσεων,
μέσα στις παρθένες σκιές των φεγγαριών,
στα σύδεντρα των μεθυσμένων αστεριών,
στον ουρανό μιας ερωτικής θύελλας.
Εκπληκτική, ατελεύτητη αγάπη στην ιέρεια
μιας ανώτερης πραγματικότητας.

Κι’ όμως, ατείχιστη, άγονη,
ξεθυμασμένων αρωμάτων όαση.
Η σκιά μου ριγεί στις αφηνιασμένες ομίχλες τ’ ουρανού.
Στις άλικες λάμψεις της καταιγίδας.
Στη φοβερή τρικυμισμένη σιωπή μου.
Σύμπαν δίχως εικόνες.
Ουτοπικά όνειρα στις χλωμές φεγγαρίσιες φιγούρες.

Εγώ μιλούσα στη ζωή,
μέσα στο αργοξύπνημα ενός ανάλαφρου αγέρα.
Σαν μάγος, σαν άγγελος, σ’ ένα ουράνιο τόξο
που αγκάλιαζε τη γη, που έλιωνε τους πάγους,
που καταδυόταν στους ωκεανούς,
που στριφογυρνούσε αέναα στο άπειρο του χρόνου.

Κι’ όμως, μάτια ξεριζωμένα από τα γεμάτα καρφιά
δάκρυα των αναμνήσεων.
Ερινύες καινούργιες, δίκες στημένες.
Βουλεβάρτο με λασπονέρια απροσπέλαστο.
Φυλλώματα καμένα
από μια άγνωστη άλικη φωτιά.

Νεανικός δυϊσμός.
Δρώμενα σε μια σκηνή χωρίς σύνορα,
με εκτυφλωτικά τα φώτα της ράμπας.
Σκιρτήματα αδάμαστα σ’ ένα τρένο δίχως στάσεις.
Ταξίδι άχρονο.

Κι’ όμως, ψεύτικο όραμα,
χνάρι ενός απολιθώματος.
Όνειρα φτωχά, ανάπηρα, από την έκρηξη
των ουράνιων σταθμών.
Το σαββατιάτικο φιλί,
ξεκομμένα σκοτεινά ιερογλυφικά
μιας άγνωστης γης.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Απουσία.



Απουσία.

Το πρόστυχο φιλί της μια ανατριχίλα,
παιχνίδια στην παλίρροια του πάθους,
της φύσης μου της ένοχης σαπίλα,
ένας δραπέτης στ’ αδιέξοδο του λάθους..

Φκιασίδωμα με μάσκες ξωτικές,
στου τσίρκου της ζωής τα μονοπάτια,
νάρκωση μέθης σε στιγμές μοναχικές,
κρίκος αδύναμος με είδωλα κομμάτια.

Άχρωμα τσόλια και με ούγια σκοτεινή,
της πλάνης μου άρωμα φτηνό που ζέχνει,
στο βαθυκόκκινο προβάρω υπομονή,
της ηδονής αρχέγονη φευγάτη τέχνη.

Διόδια με το εγώ σου που πληρώνεις,
μ’ ένα συγνώμη που σε γέλασα ζωή,
σε αποπλάνησα στα θέλγητρα μιας πόρνης,
στ’ ανήλιαγα τα καταγώγια ένα πρωί.

Yiannis H.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Είναι αλλού.


Είναι αλλού.

Εικόνα μιας παραίσθησης φτηνής,
απόβραδο σε στάση αναμονής,
μ’ ένα σου νεύμα.
Σε σύμπαντα κενά, ταξίδια αλαργινά,
έχουν γαλάζιες ομορφιές τα δειλινά,
ερωτικό μου είπες γέρμα.

Δεν έχεις λόγω όμως να μου λες,
λέξεις με έννοιες αμαρτωλές,
από του χτες τ’ αφιονισμένα.
Φερμάρει ο χρόνος εποχές,
αρχέγονες ταριχευμένες ενοχές,
σε πάπυρους ακόρντα λαξεμένα.

Στα κατατόπια της διαφυγής,
λέξεις αθώας προσταγής,
φωλιά ερωτική φευγάτη.
Αντίγραφο της τότε ανεμελιάς,
ένα ποτήρι γιατρικό της φραπελιάς,
καφές πικρός για τον πελάτη.

Ένα σου όχι ακόμα μη μου λες ζωή,
λίγο να μείνω στο δικό της το πρωί,
περαστικός διαβάτης.
Σ’ ένα αδέσποτο σκαρί γυμνή,
είναι η αλήθεια ψεύτικη φτηνή,
κι’ εγώ, ένας πεζός της ιχνηλάτης.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Δε θα μ' ακούσεις.


Δε θα μ' ακούσεις.

Όρτσα στον άνεμο μ’ ένα σκαρί χωρίς πανιά,
με το εγώ μου το χαμένο στο αμπάρι,
αλισβερίσι με του χρόνου την αντάρτικη απονιά,
ο λύχνος να μη σβήσει στο προσκυνητάρι.

Με πλάγιους ήχους απ’ αρχέγονους αυλούς,
το σ’ αγαπώ, πως να στο πω, δε θα μ’ ακούσεις,
δεν το μπορείς να γράψεις πάνω σε πυλούς,
έχουν αλλάξει οι εποχές, της μπελ επόκ απούσης.

Δεν θα μ’ ακούσεις γιατί ορθώνονται τα τείχη,
της Ιεριχούς που κάποτε είχαμε γκρεμίσει.
Γιατί τ’ αφήσαμε χαρά μου όλα στη τύχη,
σ’ ένα αλλόκοτο, αργό κι’ ατέλειωτο μεθύσι.

Απ’ τα υπόγεια, τι να σου πω, της Ατλαντίδας,
σ’ ένα κελί δραπέτης της ζωής, βαρυποινίτης,
από τ’ αντάργιασμα μιας άλλης πυραμίδας,
σκιά στις ανηφόρες για το κάστρο, δροσουλίτης.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Απολιθώματα.



Απολιθώματα.

Τ’ αρχέγονο φιλί σου πεθυμιά,
στ’ αλμύρισμα του να με λιώσεις
ανατριχίλα οργασμού στην ερημιά,
κι’ εγώ της θάλασσας δραπέτης να αλώσεις.

Στο μπλάβο χώμα απολίθωμα που λιώνει,
φυλακισμένοι σε γραμμές παραμυθιών,
σε μιά προβιά, θυμάσαι, αντί σεντόνι,
γυμνοί πολέμαρχοι αρχέγονων θεριών.

Κι’ εσύ χρυσή μου αχιβάδα της αβύσσου,
από τ’ αγκάθια μου, μου έλεγες πονούσες,
απολιθώματα διαλέγαμε για σπίτι, για θυμήσου,
στα πέλαγα τα τροπικά που σεργιανούσες.

Στ’ ακροθαλάσσι τώρα, αλλοπαρμένο κύμα,
θα θρυψαλιάσει ότι απόμεινε να σβήσει,
να βρεις αιτία να σκαρώσεις κάποιο ποίμα,
στον αχινό στην αχιβάδα που ’χαν τότε μαρτυρήσει.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Μπελ επόκ.


Ονειροπόληση μιάς βραδιάς....

(Οδοιπορώντας) στο άγνωστο, πέρα από τον αισθητό κόσμο.
Στη σκιά μιάς ανώτερης πραγματικότητας.
Στη θαλπερότητα, στο φως μιάς ιδεατής εποχής.
Στην αγκαλιά μιάς αρχέγονης άνοιξης, χωρίς τις αφηνιασμένες
ομίχλες του σύγχρονου κόσμου.

(Απόδραση) από το ψέμα, το οργισμένο παρόν.
Από την υπεξούσια ζώνη, την αταξία, το χάος.
Από το φτώχεμα των οραμάτων.

Μπελ επόκ.

Στη Μπελ επόκ ουράνια λουλούδια του ονείρου
του έρωτα αμάραντα μιας εποχής.
Θαλασσινά περάσματα, φεγγάρια του απείρου
τα μάτια σου εβένινες εικόνες προσευχής.

Μέσα στην άλικη σιωπή των αστεριών
σκιές παρθένες τα φιλιά σου.
Στο παίξιμο το μεθυσμένο των κεριών
ανάλαφρα συμπλέγματα με φούξιες τα μαλλιά σου.

Μια εποχή αλλοτινή, ερωτική
Σιβυλλικές αγγέλων παραστάσεις
Του Αϊ-Γιάννη οι φωτιές, εικόνα μαγική.
Καιρός για άλλες της ζωής επαναστάσεις.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Αναμνήσεις.



Οι αναμνήσεις μου είναι ο μόνος παράδεισος από τον οποίο κανείς δεν μπορεί ποτέ να με διώξει.

Σ' αναζητώ.

Κι’ απόψε πάλι.
Τη μνήμη την αλλοιώσιμή μου αναδεύω.
Διαπερνώ τη γρανιτένια πέτρα τη σκληρή της φυλακής μου,
μέσα στο χρόνο τον άχρονο.
Ορτσάροντας στον άνεμο δίχως πανιά,
κόντρα στο πείσμα της ζωής χαρά μου, σ’ αναζητώ.

Σ’ αναζητώ, στις πηγές ενός υπεραισθητού ονείρου.
Στις ζωγραφιές τις ανεξίτηλες των χειλιών σου,
στο βυθό εκείνης, της δικής μας θάλασσας.

Αναζητώ κι’ απόψε μέσα από τον άχρωμο κόσμο μου,
τις ανεπανάληπτες καταιγίδες μέθης από τις γεύσεις
του κορμιού σου.
Μέσα στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου μου,
τη μορφή σου, τη μελωδία της φωνής σου.
Αναζητώ την ηδονή εκείνης της μοναδικής ώρας.

Αναζητώ μέσα απ’ τα μάτια τ’ ουρανού κι’ απόψε,
τα χνάρια που ζωγράφισες στο πέρασμά σου,
το χώμα που έσκαψαν τα δάκρυά σου,
τον καταπράσινο γαλήνιο ωκεανό σου.
Αναζητώ μέσα σ’ ένα σύμπαν δίχως εικόνες, μια στάλα φως,
το φως απ’ το χαμόγελό σου.

Να ξανακούσω θάλασσά μου το τραγούδι της ερήμου,
των φεγγαριών σου τις γλυκόλαλες χαβάγιες.
Να νιώσω.
Τη μαγεμένη αύρα της σκέψης σου.
Της ανάσας σου το χάδι.
Τη δροσιά από το δάκρυ του κορμιού σου.
Να ημερέψω του χειμώνα μου το βράδυ.

Ομορφιά μου
Να’ χα τη δύναμη, το χρόνο να παλέψω,
να τον κερδίσω μιά φορά, να τον πλανέψω.
Να μπω στην καταπράσινη ματιά σου,
να κλέψω όπως τότε τη φωτιά σου.
Στ’ ανάλαφρα τα άληστα φιλιά σου να λουστώ
και να σου πω,
εγώ χαρά μου και στα χιόνια σ’ αγαπώ.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Σιβυλλικό ταξίδι.



Σιβυλλικό ταξίδι.

Βραδιάζει και μελαγχολώ
μα μ’ όνειρα μεθάω,
σε ηλεκτρικά κυκλώματα
ζωή σε σεργιανάω.

Να σε κλειδώσω σ’ ένα τσιπ
εκδίκηση να πάρω,
στων αντιθέσεων τον κόσμο μου
σερφάρω.

Θωρώ πολύχρωμες σελίδες
με καυτό χαλάζι,
η πασχαλίτσα με μι’ αράχνη
όλο φιλιά και νάζι.

Μελίρρυτα προγράμματα
με τους ιούς φιλιούνται
κι’ οι ξόβεργες που έστησα
με κρίνους ν’ αγαπιούνται.

Μα το ταξίδι το πρωί
χιμαιροκυνηγήματα
στρεψόδικη είναι η ζωή
κι’ ας τρέχει σε ποιήματα.

Μα εγώ της λέω σ’ αγαπώ
αξίζει δεν αξίζει
ζάπινγκ στα ονειρέματα
σιβυλλικό ταξίδι.


Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Πέρα απ' τον ορίζοντα.




Πέρα απ’ τον ορίζοντα...

Οδηγώντας τη σκέψη μου,
πέρα απ’ τον ορίζοντα της δικής της σκέψης,
αδράχνω την αύρα της ψυχής της,
αντλώντας φως, αρώματα, ήχους, χρώματα,
ρυθμό, αρμονία, ρομαντισμό, ιδέες,
μορφές του έρωτα.

Οδοιπορώντας μέσα στη χρυσή σπίθα από το φως της,
το απροσπέλαστο, το υπέρ ουράνιο,
στη φαντασία, στη γοητεία του παράδοξου.
Μέσα στα λουλούδια του ονείρου,
στα ουράνια τόξα της σκιάς της,
στο θέλγητρο των πεπρωμένων της.
Βυθίζομαι, στο δικό της άπειρο διάστημα, το γεμάτο εικόνες.

Διαπλέω την απεραντοσύνη των ματιών της,
τις ανεπανάληπτες καταιγίδες μέθης από τις γεύσεις
των φιλιών της,
μέσα στους αντικατοπτρισμούς του πνεύματος της,
μέσα στο υποκείμενο, στο αντικείμενο,
αναζητώ στον άγνωστο κόσμο μου,
την ύπαρξης της.

Η ονειροφαντασία συναντά όλες τις διαστάσεις
που ενυπάρχουν μέσα στο βαθύ βασίλειο της λογικής,
στο ανακάτωμα του αισθητού με το υπεραισθητό.
Ακούω τώρα τη μελωδία της φωνής της,
γεύομαι την αλμύρα από το δάκρυ του κορμιού της,
αισθάνομαι το χάδι των μαλλιών της,
πέρα απ’ τον ορίζοντα,
την ηδονή της μοναδικής ώρας.

Αναζητώντας με χημείες άγνωστες,
στο άπειρο των μαθηματικών, στη σκιά των αστεριών,
το θησαυρό των συναισθημάτων της.
Μέσα στον άχρονο χρόνο την ΑΠΟΡΙΑ!

 
Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Για μια υπέρβαση...





Για μια Υπέρβαση...

Για μια υπέρβαση να παίξω στα χαρτιά,
με της ψυχής τα φύλλα για μιά κέντα,
σ’ ένα παιχνίδι που το καίει η φωτιά,
εγώ μοιράζω μα θαρρώ δεν έχω ρέντα.

Πως να μαντέψεις την απέναντι ματιά,
όσο κι’ αν ξέρεις της ψυχής τα κατατόπια,
άγνωστη λέξει της αλήθειας η γητειά,
τα τραπουλόχαρτα ασύμμετρα και σκόρπια.

Πως να διαβάσεις ένα γράμμα βουλωμένο,
λόγια αλλοιώσιμα, αινίγματα θολά,
συμπέρασμα θα βγάλεις λαθεμένο,
συγκεχυμένα όνειρα θα βρεις απατηλά.

Πως να ρισκάρεις και τα ρέστα σου να παίξεις,
αφού μπλοφάρουν και οι πέτρες που πατάς,
που ’ναι στ’ αλήθεια μια αλήθεια να χαϊδέψεις,
ρίμες ακέντητες θα βρεις και μη ρωτάς.

Για μια υπέρβαση που όμως δεν αξίζει,
ιδεογράμματα που σβήσαν στο χιονιά,
αντικατοπτρισμός το υπερβατό ταξίδι,
στο γυάλινο τον ψεύτικο ντουνιά.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr στις 29/11/2008

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

Μια λίρα κάλπικη για λίγα γιασεμιά;


Μια λίρα κάλπικη για λίγα γιασεμιά;

Με σερπετάδα κι’ ένα σέρτικο τσιγάρο
σελφ σέρβις σ’ όνειρα παλιά,
διαλέγω ένα ψέμα το φουμάρω
γράφω στους τοίχους με μπογιά,
πρωταπριλιά.

Δυο ποτηράκια και σηκώνω παραγάδι
από μια θάλασσα απύθμενη μοιραία
γυρίζει ο ήλιος και του λέω καλό βράδυ
επαναστάτης μα με χάρτινη ρομφαία.

Να ξεχαστώ απ’ της ζωής το καρναβάλι
μια λίρα κάλπικη για λίγα γιασεμιά
ένας μποέμ στις αναμνήσεις που προβάλει
μια ζωγραφιά σ’ ένα χαρτί μια ερημιά.

Σφίγγω το χέρι και συνθλίβω το ποτήρι
τρέχει το αίμα γράφω σ’ αγαπώ
κι’ αν λες ζωή να κάνω χαρακίρι
τα δέντρα ορθόκορμα πεθαίνουν θα σου πω.

Γράφω στους τοίχους με μπογιά λόγια αστεία
του χρόνου τα τερτίπια πολεμώ
απ’ την οδύσσεια SMS σε μια κυρία
ένα σφηνάκι ακόμα και παράγινε μελό.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Φωτ.
Δημήτρης Χορν - Έλλη Λαμπέτη.
Από την ταινία ''Η κάλπικη λίρα''
Ένα πορτρέτο Σ' ΑΓΑΠΩ.

Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Τυχαία συνάντηση.



Τυχαία συνάντηση.

Την είδα ένα μεσημέρι
πάνω στην άμμο να σκαλίζει δυό καρδιές
στο ίδιο μέρος που της κράταγα το χέρι
τις ανοιξιάτικες εκείνες τις βραδιές.

Πέρασαν χρόνια γκρίζα τα μαλλιά της
μα είναι όμορφη όπως παλιά
ώριμη τώρα η θεϊκή η ομορφιά της
πολύχρωμο λουλούδι στην ακρογιαλιά.

Τα μάτια μου στα μάτια της χαθήκαν
χλόμιασε η πλάση κι’ έγινε σεισμός
φλέγεται η θάλασσα τ’ απύθμενα φανήκαν
σ’ άλλη διάσταση περνά ο λογισμός.

Μάτια μου μεγάλα πλουμισμένα
ξενύχτια μου παλιά τραγουδισμένα
ήσουνα φάρος στη ζωή στα όνειρα μου
δεν έπαψα να σ’ αγαπώ εγώ χαρά μου.

Αισθαντική μου χαραυγή
μεθυστική του έρωτα μου ναϊάδα
της ύπαρξης μου πρύμισμα
του κόσμου μου καταύγαστη πλειάδα.

Δόσμου τα χέρια σου να βρούμε αναπολήματα
εκείνα των χαρούμενων στιγμών
να ξαναγράψουν οι καρδιές μας έκθεση ιδεών
να ημερέψουν του χειμώνα μας τα κύματα.

Άσε το δάκρυ της ψυχής σου να φιλήσω
όπως παλιά καρδιά μου να μεθύσω
και να σου πω
εγώ γλυκιά μου και στα χιόνια σ’ αγαπώ.

Λευκό μου περιστέρι άλλο μη κλαις
τα γκρίζα σύννεφα για λίγο διώξε
πως ήμαστε στα όνειρα του χθες
πως δε χωρίσαμε ποτέ χαρά μου νιώσε.

Κι’ αφού το θέλησε η μοίρα ομορφιά μου
δόσμου τα δάκρυα σου πάρε τα δικά μου
στα σκαλοπάτια της ζωής τα τελευταία
παρηγοριά στα ταξιδέματα μας τα μοιραία.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Είδα τα μάτια της.



Είδα τα μάτια της

Είδα τα μάτια της μια Κυριακή πρωί
μέσα απ’ τους μύθους μιας οδύσσειας τα γραμμένα
σ’ ένα βιβλίο που το λέγανε ζωή
να σβήνουν στίχους από χρόνια περασμένα.

Σε γκρεμισμένους ψάχνω τώρα Παρθενώνες
τα μάτια μιας αρχέγονης θεάς να ξαναδώ
μα μέσα στους βοριάδες τους τυφώνες
στο άγνωστο να φτάσω ορρωδώ.

Είδα τα μάτια της στης Κίρκης τα παλάτια
με διαβατάρικα πουλιά να σεργιανούν
σε θάλασσες να ψάχνουν μονοπάτια
από τη νύμφη του Θερμαϊκού ν’ αγαπηθούν.

Μέσα από όνειρα που κρύβουν εφιάλτες
της Σαλονίκης το βαρδάρη πολεμώ
μη τα πληγώσει να μη γίνουν ποτέ στάχτες
προσεύχομαι στο σύννεφο που ξέρουν το λευκό.
Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Φίλε παλιέ.



Φίλε παλιέ.

Φίλε παλιέ,
που ν’ άσε φίλε της αλάνας
σ’ αναζητώ στο παρελθόν
στο τελευταίο το φιλί της μάνας.

Του χρόνου ο πόλεμος βαρύς
να τον νικήσεις πως μπορείς
με άδεια τη φαρέτρα
και της σφεντόνας της παλιάς
ασήκωτη κι’ η πέτρα.

Βουβά τα δάκρυα βροχή
τ’ απομεινάρια στη ψυχή
σταλαγματιές στα λασπονέρια
κομματιασμένα όνειρα
και οι γραμμές στα χέρια.

Φαρμάκι μαύρο η μοναξιά
σβησμένα όνειρα του Μάι
από το μπρούσκο το κρασί
μια ρουφηξιά
κι’ αργοχτυπάει η καρδιά
χωρίς φτερά που πάει.

Στον καλπασμό της καταιγίδας
μες στο σκοτάδι φως αχτίδας;
δυσκολοδιάβαστο χαρτί
είναι το πως και το γιατί.

Λες και δεν πέρασαν τα χρόνια,
λες και δεν ήρθαν ποτέ χιόνια,
λες και δεν ήταν ποτέ χτες,
λες κι’ η ζωή’ ήταν διακοπές.

Φίλε παλιέ, όταν βρεθείς,
πέρα’ απ’ τα σύνορα της γης
και τις παλιές αγάπες ξαναβρείς,
τότε και πάλι απ’ την αρχή
βίρα τις άγκυρες θα πεις.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Σάββατο 16 Μαΐου 2009

Είναι γλυκό να σ' αγαπούν.


Είναι γλυκό να σ’ αγαπούν

Πολύ γλυκιά 'ναι η ζωή
τι κι' αν περάσαν χρόνια
σου εύχονται χρόνια πολλά
τι κι' αν δε ζεις αιώνια.

Όταν σου λένε σ' αγαπώ
με μάτια που δακρύζουν
και το φιλί πολύ ζεστό
μ' αγάπη όταν χαρίζουν.

Όταν το χάδι στα μαλλιά
είναι σαν ηλιαχτίδα
και της καρδιάς η άνοιξη
γεμάτη από ελπίδα.

Όταν το φως τη χαραυγής
γεμίζει την ψυχή σου
στην αγκαλιά σου όταν κρατάς
την ίδια τη ζωή σου.

Τι πιο γλυκό να σ' αγαπούν
και να πονούν για σένα
και μάτια απ’ την πολύ χαρά
να είναι δακρυσμένα.

Τι πιο γλυκό και όμορφο
λουλούδια να σου δίνουν
και της καρδιάς τους τ' άρωμα
φεύγοντας να σ' αφήνουν.

Πολύ γλυκιά 'ναι η ζωή
όταν ζωή δωρίζεις
κι' από τα μάτια σου το φως
του ήλιου όταν χαρίζεις.


Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Στην ανοιξιάτικη φωλιά.



Στην ανοιξιάτικη φωλιά.

Με αναμνήσεις φορτωμένο το δισάκι
είπα κι’ αυτό το καλοκαίρι να διαβώ
το ανοιξιάτικο το πέτρινο σοκάκι
σημάδια που μου άφηνε να βρω.

Στης μνήμης τα λιμάνια τριγυρίζω
το όνομα της ψιθυρίζω
ψάχνω στον έρημο γιαλό
τον έρωτα μου τον παλιό.

Δυσαρμονίας ονειρέματα
έργο ανάκουστο παραφροσύνη
μιας μάγισσας καταποντίσματα
εξόριστος σε μι’ απεραντοσύνη.

Φεγγάρι μου αυγουστιάτικο
σε όνειρα και μύθους που αρμενίζεις
για το χαμένο μου έρωτα
κι’ εσύ θαρρώ δακρύζεις.
Ψάξε τα χνάρια της φίλε παλιέ να βρεις
στα όνειρα της όπως τότε να βρεθείς
και να της πεις- μη τ’ αρνηθείς- για μένα
δεν τη ξεχνώ την αγαπώ
στάζει η καρδιά μου αίμα.


Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr στις 7/9/2008

Σάββατο 9 Μαΐου 2009

Φωτογραφίες.



Φωτογραφίες.

Τη μνήμη την παλιά μου ξεφυλλίζω
στις γειτονιές της τριγυρίζω,
παλιές φωτογραφίες ξεχασμένες
με χρώμα της ζωής ζωγραφισμένες,
με της καρδιάς το αίμα πινελιές
παντού σημάδια χαρακιές.

Ένα χαρτί που δε μιλάει
ένα ποτάμι μεθυσμένο που κυλάει,
ξεθωριασμένα καλοκαίρια
μέσα στα δυο μου χέρια.

Και τώρα ξένος στη γωνιά
σ’ ένα χαρτί μιά μελανιά,
λες κι’ η ζωή ΄ταν διακοπές
λες και δεν ήταν ποτέ χτες.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Τα χείλη της.


Τα χείλη της.

Τα όμορφα τα χείλη της
σ’ ένα χαρτί κοιτάζω,
ξεθωριασμένες πινελιές
στη μνήμη μου διαβάζω.

Φωτογραφία ασπρόμαυρη
λουλούδια μαραμένα,
στ’ αποκαΐδια όνειρα
τραγούδια ξεχασμένα.

Το σάπιο μήλο διάλεγαν
για μένα ήταν βαμμένα,
κι’ ήταν τα βράδια πειρασμός
ποτάμια μεθυσμένα.

Τώρα τα χρόνια πέρασαν
και χάθηκε το μήλο,
μα κι’ η μηλιά δε βγάζει ανθούς
ξεράθηκε το ξύλο.

Άγνωστα είναι απόμακρα
άχρωμα και ξένα,
και της ζωής μου ο έρωτας
φεγγάρια δακρυσμένα.

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Τι κρίμα.



Τι κρίμα

Σ’ ένα ματζόρε που δε φτάσαμε λυπάμαι
τι κρίμα τ’ όνειρο μας να χαθεί
από το χέρι το κρατούσαμε θυμάμαι
με τα μινόρε μιας αυγής για να ντυθεί.

Πως το μπορέσαμε και κάναμε ληστεία
σ’ ένα παιχνίδι που το παίζουν και παιδιά
τι κρίμα που χωρίσαμε γι’ αστεία
κι’ έγιναν κάκτοι της ελπίδας τα κλαδιά.

Σ’ ένα φινάλε που δε φτάσαμε λυπάμαι
τι κρίμα που δε νιώσαμε το πρώτο μας φιλί
ποιό λάθος κάναμε στο άγνωστο και πάμε
μια μέθοδο δε λύσαμε απλή.

Μια στάλα ήλιο ήπιαμε, από ποτήρι άδειο.
Κι’ αλλάξαμε κατεύθυνση και μάρκα στο τσιγάρο.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Μελαγχολώ.



Μελαγχολώ.

Μελαγχολώ – συμφύρω του μυαλού τη λογική
στ’ ανακατώματα να βρω ένα χάδι
κι’ από τα στέμφυλα μια στάλα από ρακή
να κλέψω της ζωής το άβγαλτο μαγνάδι.

Μελαγχολώ τ’ απόγεμα της Κυριακής
κι’ η έμπνευση το λύχνο μου ανάβει
μα ο χρόνος είναι χαμερπής
το λάδι που τ’ απόμεινε στάλα τη στάλα αδειάζει.

Μελαγχολώ και ορρωδώ να κοιμηθώ
ξέχασα ν’ αγαπάω
κι’ αν προσπαθώ σ’ ένα σταυρό να κρατηθώ
ξαστόχησαν οι ρίμες μου – πονάω.

Μελαγχολώ κι’ οδοιπορώ
σ’ εν’ άσωτο σιβυλλικό ταξίδι
προσηλυτίζομαι και προσχωρώ
στο ψεύτικο του κόσμου μου παιχνίδι.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Το ρόδο μου.



Το ρόδο μου.

(Στη κόρη μου)


Τα ρόδα πάντα μ’ άρεσαν, να τα θωρώ ν’ ανθίζουν,
μπουμπούκια εκατόφυλλα, λες τη ψυχή μου αγγίζουν.

Γι’ αυτό μια μέρα φύτεψα, κλωνάρι μες στη γλάστρα,
για να ριζώσει να φανεί, ο ουρανός με τ’ άστρα.

Μες στου Γενάρη το χιονιά, άρχισε να προβάλει,
ένα μικρό τριαντάφυλλο, της άνοιξης γελάει.

Πολύ γλυκό μου όνειρο, αμάραντο λουλούδι,
του φεγγαριού πανσέληνος, των αστεριών τραγούδι.

Μια ηλιαχτίδα πρωινή, της άνοιξης μου χάδι,
χρυσή ελπίδα της ζωής, πολύχρωμο πετράδι.

Ήλιε μη βασιλέψεις σήμερα, μείνε για να γιορτάσεις,
το ρόδο που γεννήθηκε, μ’ αχτίνες να σκεπάσεις.

Μες στις πηγές της θάλασσας, στου αετού τα ύψη,
θα ψάξω να βρω θησαυρούς, τίποτα μη του λείψει.

Άστρα πέστε στα σύννεφα, στο ρόδο μου να τρέξουν,
να ρίξουν δάκρυα δροσιάς, τη ρίζα του να βρέξουν.

Οι μέλισσες του τραγουδούν και νέκταρ το ταΐζουν,
γύρω απ’ τα ροδοπέταλα, μ’ αγάπη τριγυρίζουν.

Τα χελιδόνια που πετούν, δροσοσταλιές του δίνουν,
κι’ από τα φτερουγίσματα, αύρα γλυκιά τ’ αφήνουν.

Χρυσές αχτίδες το πρωί, μ’ αρώματα το πλένουν
και τ’ άλλα τα τριαντάφυλλα, γλυκές ματιές του στέλνουν.

Σαν το χαϊδεύω απαλά, το χώμα να τ’ αλλάξω,
θαρρώ πως μου χαρίσανε, φτερά για να πετάξω.

Και κάθε μέρα που περνά, ομορφαίνει και αλλάζει,
το βλέπω στα ματάκια του, πόσο πολύ μου μοιάζει.

Μέρα τη μέρα γίνεται, όλο και πιο μεγάλο,
πιο όμορφο μου φαίνεται, πως δεν υπάρχει άλλο.

Μακριά του όταν βρίσκομαι, παρακαλώ τη φύση,
βροχή να ρίξει από ψηλά, τη γλάστρα να ποτίσει.

Και κάνω όνειρα πολλά, απ’ το πρωί ως το βράδυ,
να του χαρίσει ο θεός, της άνοιξης το χάδι.

Το ρόδο μου μεγάλωσε και γέμισε η γλάστρα
και τ’ άρωμα του σκόρπισε, στον ουρανό και τ’ άστρα.

Το ρόδο μου μεγάλωσε, φύλλα καινούργια βγήκαν
και όμορφα χαμόγελα, σιγά σιγά φανήκαν.

Το ρόδο μου μεγάλωσε και μέστωσαν τα κλώνια,
για να αντέξει το βοριά, που έρχεται με χιόνια.

Το ρόδο μου μεγάλωσε, μα εγώ δεν ησυχάζω,
μη του συμβεί κάποιο κακό, στο νου μου πάντα βάζω.

Μακριά του όταν βρίσκομαι, φοβάμαι μη φυσήξει,
να μη το πιάσει δυνατός, αέρας και το ρίξει.

Φοβάμαι μήπως ξεραθεί, φοβάμαι μη το χάσω,
μη το ξεράνει ο βοριάς, προτού το προφυλάξω.

Φοβάμαι μήπως του συμβεί, κακό και δεν προλάβω,
στον τρυφερό του τον βλαστό, στηρίγματα να βάλω.

Φοβάμαι τους περαστικούς, στη γλάστρα του μη ρίξουν,
φαρμάκι δηλητήριο, τη ρίζα να σαπίσουν.

Φοβάμαι μη το κλέψουνε, μια νύχτα από τη γλάστρα
και σβήσουν απ’ τον ουρανό, παντοτινά τα άστρα.

Όμως θαρρώ πως άλλαξε, δε δίνει σημασία,
στο χώμα που είναι ασκάλιστο, κι’ ας είναι ξηρασία.

Τις κούκλες του δεν παίζει πια, το παιχνιδάκι αλλάζει
κι’ όταν κοντά του βρίσκομαι, αυτό αλλού κοιτάζει.

Κι’ εγώ το βλέπω δεν μπορώ, πως να το πλησιάσω,
δε με αφήνει να χαρώ, ούτε να τ’ αγκαλιάσω.

Περνούν οι μέρες ο καιρός, μα εκείνο δεν αλλάζει
κι’ από τη γλάστρα χάθηκε, το σκέρτσο και το νάζι.

Περνούν οι μέρες ο καιρός και οι χαρές χαθήκαν,
ο ουρανός σκοτείνιασε και σύννεφα φανήκαν.

Όσο περνάει ο καιρός, η ρίζα κι’ αν μεστώνει,
άσκημα πάντα μου μιλά και μίσος φανερώνει.

Όσο περνάει ο καιρός, αντί να λογικεύει,
γίνεται δύστροπο πολύ και αφορμή γυρεύει.

Κουράστηκα πια συνεχώς, νερό να το ποτίζω
και δεν μπορώ να το χαρώ, στο σπίτι σαν γυρίζω.

Βαρέθηκα και δεν μπορώ, τη γλάστρα του να βλέπω,
το όμορφο το ρόδο μου, νομίζω πια δεν έχω.

Εγώ όμως τ’ αγαπώ πολύ, αίμα η καρδιά μου στάζει,
όταν το βλέπω ο δρόμος του, στο πουθενά δεν βγάζει.

Το βλέπω πως δεν νοιάζεται, ακόμα δεν κρυώνει,
όμως χειμώνας έρχεται, με κρύο και με χιόνι.

Νομίζει είναι εύκολο, και έχει την ελπίδα,
να προσπαθήσει μη βραχεί, μέσα στη καταιγίδα.

Πως να μπορέσω να του πω, πως έρχονται τα χιόνια
και πως περνάνε γρήγορα, οι μέρες και τα χρόνια.

Πως να μπορέσω να του πω, στη ζεστασιά να τρέξει,
ο τρυφερός του ο βλαστός, την παγωνιά ν’ αντέξει.

Φίλοι μου λένε θα το δεις, με τον καιρό θ’ αλλάξει,
καινούργια ροδοπέταλα, τ’ αγκάθια θα πετάξει.

Άλλοι μου λένε θα το δεις, με τον καιρό που μπαίνει,
από το δρόμο το στενό, σιγά σιγά θα βγαίνει.

Όλοι τα τριαντάφυλλα, μονάχα τα ποτίζουν
κι’ εκείνα δίνουν τη χαρά και άρωμα σκορπίζουν.

Μα στο δικό μου το μικρό, χρυσάφι έχω δώσει
κι’ αυτό αντί για ευχαριστώ, θέλει να με πληγώσει.

Κουράστηκα να τ’ αγαπώ, συχνά να το ποτίζω
και να του βάζω λίπασμα, νέκταρ να το ταΐζω.

Πολλές φορές το σκέφτομαι, μη το ξαναποτίσω,
να μη του ρίξω λίπασμα, ούτε να το σκαλίσω.

Μα μαραμένο σαν το δω, πάλι με μιας θα τρέξω,
να πάρω πάλι το νερό, τα άνθη του να βρέξω.

Ήθελα να το έβλεπα, ολόκληρο ανθισμένο,
μ’ άλλο μαζί τριαντάφυλλο, ζευγάρι αγαπημένο.

Ζηλεύω άλλους που έχουνε, ρόδα ανθισμένα,
τα χρόνια που κουράστηκαν, είναι πια ξεχασμένα.

Γιατί μεγάλωσαν πολύ, τα ρόδα τους τα άσπρα
και κορφοπούλια βγάλανε και γέμισε η γλάστρα.

Κάθομαι συλλογίζομαι, όταν θα χειμωνιάσει,
ποιος θα σκεφτεί το ρόδο μου, ποιος θα το προφυλάξει.

Να είχα θεέ μου δύναμη, τη νύχτα να φωτίσω,
δρόμο χωρίς κακοτοπιές, στο ρόδο μου ν’ αφήσω.

Να είχα θεέ μου δύναμη, πριν πέσει να προλάβω,
στον δρόμο τον ανώμαλο, στηρίγματα να βάλω.

Έτσι το θέλησε η ζωή, να βρίσκομαι μακριά του
και τρόπο δεν μπορώ να βρω, να γίνω η σκιά του.

Τώρα που είναι μακριά, στη σκέψη μου το φέρνω,
στα όνειρά μου του μιλώ, να είναι ευτυχισμένο.

Στα όνειρα μου του μιλώ, του λέω να προσέχει,
μέσα στα ροδοπέταλα, την Παναγιά να έχει.

Στα όνειρα μου του μιλώ, το δρόμο να κοιτάξει,
πριν τον περάσει μη τυχόν, σε πέτρα και σκοντάψει.

Θεέ μου παντοδύναμε, που όλο τον κόσμο βλέπεις
και το μικρό το ρόδο μου, ζητώ σου να προσέχεις.

Θεέ μου που είσαι εκεί ψηλά, το ρόδο μου να βλέπεις,
σε κάθε του κακοτοπιά, εσύ να το προσέχεις.

Να είναι ο δρόμος του άνοιξη, χωρίς βροχές και μπόρα,
να το φυλάς παντοτινά, κάθε λεπτό και ώρα.

Θεέ μου πόσο τ’ αγαπώ, εσύ μόνο το ξέρεις,
είναι για μένα η ζωή, κοντά μου να το φέρεις.

Ήθελα να’ ξερα πολύ, όταν τη γη θ’ αφήσω,
στα όνειρα του άραγε, μπορώ να του μιλήσω;

Στα όνειρά του ν’ άρχομαι, κουράγιο για να παίρνει
και στο χειμώνα της ζωής, απανεμιά να φέρνει.

Τώρα μονάχα εύχομαι, όταν θα έρθει η ώρα,
να γίνει ο δρόμος του άνοιξη, χωρίς βροχές και μπόρα.

Τότε ν’ αφήσει δίπλα του, τριαντάφυλλο άλλο να’ ρθει,
να γίνουν ταίρι αγαπητό απ’ της καρδιάς τα βάθη.

Να λαχταρά όσο ποτέ, την άνοιξη που μπαίνει,
να δει μέσα απ’ τη γλάστρα του, βλαστάρι ν’ ανεβαίνει.

Ήρθε ο χρόνος κι’ έφερε, ρόδο μες στη φωλιά του
και με το δώρο της ζωής, γέμισε’ η αγκαλιά του.

Τώρα πιστεύω φύγανε, τ’ αγκάθια τα μεγάλα
κι’ από τα ροδοπέταλα, στάζει μονάχα γάλα.

Η αγωνία κι’ ο καημός, σ’ εκείνο πήγαν τώρα,
μη κακοπέσει το μικρό, απ’ τη κακιά την ώρα.

Όλο με χάδια και φιλιά, το χώμα του αλλάζει
και με τα φύλλα της καρδιάς, το ρόδο του σκεπάζει.

Ακόμα και το αίμα του, αν χρειαστεί θα δώσει,
θα πολεμήσει με στρατό, το ρόδο του να σώσει.

Κι’ εγώ θα βλέπω από ψηλά, το ρόδο το γλυκό μου,
στ’ αστέρια και στον ουρανό, θα λέω είναι δικό μου.

Κι’ όσο θα μεγαλώνει αυτό κι’ η γλάστρα θα γεμίσει,
θα μαραθεί θα ξεραθεί, τη γη να του αφήσει.

Κι’ όταν θ’ ανέβει από τη γη, στου ουρανού τα ύψη,
που ίσως να’ ναι όμορφα, χωρίς πόνους και θλίψη.

Θα τ’ αγκαλιάσω να του πω, στη γη για κείνο ζούσα,
ακόμα κι’ απ’ τ’ αγκάθια του, τσιμπήματα ξεχνούσα.

Θα τ’ αγκαλιάσω να του πω, πως τ’ αγαπώ ακόμα
κι’ ας μου’ χε κάνει εκεί στη γη πολλές πληγές στο σώμα..


Δημοσιεύτηκε στο F. Kihara. gr

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Όνειρο απατηλό.



Όνειρο απατηλό.

Μου έστειλες κι’ απόψε τα φιλιά σου
μα πως χαρά μου να στο πω
πως να βρεθώ στην αγκαλιά σου
που ξέχασα καρδιά μου ν’ αγαπώ.

Με κέρασες γλυκιά μου ένα τσιγάρο
μεσ’ απ’ τη καύτρα του να ζεσταθώ
στο δάκρυ του κορμιού σου να σερφάρω
στο μούχρωμα του φθινοπώρου να σταθώ.

Μου άναψες ψυχή μου ένα τσιγάρο
στα συννεφάκια που φυσάω να βρεθώ
το ψέμα της ζωής να κάψω να φουμάρω
αμαχητί να μη παραδοθώ.

Πως να χαϊδέψω ομορφιά μου τα μαλλιά σου
φθινόπωρο κι’ εγώ μελαγχολώ
όσο ζεστή κι’ αν είναι η αγκαλιά σου
στα όνειρα σου θα’ μαι, όνειρο απατηλό.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Ένα ψέμα μια αλήθεια.


Ένα ψέμα μια αλήθεια

Σ’ ένα πεντάγραμμο διαβάζω σ’ αγαπώ
την αμφισβήτηση πιο κάτω πολεμάω
για μια αλλοιώσιμη αλήθεια τι να πω
πως μ’ ονειδίζουν οι ματιές της και πονάω.

Σύννεφα άλικα απ’ τ’ ουρανού τα στήθη
προβάλλουν με τις γκρίζες στάχτες των καιρών
καινούργιο γράφουν δίχως θέμα παραμύθι
λένε η αλήθεια του παρόντος είναι απόν.

Δυσαρμονίας όνειρα, έργα παραφροσύνη
φάλτσες αγάπες, ένα ψέμα η ζωή
θεριά που νέμονται το φως και σβήνει
αναπολήματα του χτες δίχως πνοή.

Μες στο απύθμενο το άγνωστο το χάος
ανύπαρκτος φαντάζει ο λογισμός
δεν είμαι εγώ μα κάποιος άλλος
σπασμένα είδωλα ψευτιάς, καταιγισμός.

Ερημητήριο ο χρόνος μου, μιας άχρονης ημέρας
πως να μαντέψεις τα δικά της πελαγίσια μυστικά
είναι απροσπέλαστος ο κόσμος, ένα τέρας
γίναν καρδιές και τάλιρα, τρύπιες δεκάρες, ψιλικά.


Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Ανυπόταχτο πνεύμα μου.


Ανυπόταχτο πνεύμα μου.

Ανυπόταχτο πνεύμα μου
καυτό σε καίει το αίμα μου
το φαράγγι της αβύσσου περνάς
ξέφωτο ελπίδας γυρεύεις, δε σταματάς
τρέχεις που πας;

Σώμα σαθρό κουβαλάς
τις νύχτες με τ’ άστρα μιλάς
ανήμπορες δρασκελιές
θολές πινελιές
μ’ αγρίμι των βράχων εσύ, δε σταματάς
τρέχεις που πας;

Στα όρια της ύπαρξής σου ακροβατείς
δε θα παραδοθείς
ακρογιάλια θωρείς πλουμισμένα
τα άγρια ποθείς τα περασμένα
και δε σταματάς
τρέχεις που πας;

Τα ουρλιαχτά των ανέμων
δε σε φοβίζουν
ερωτοτροπούν τα φιλιά σου
που ακόμα ανθίζουν
μα δε σταματάς
τρέχεις που πας;

Της μοίρας τα βόλια
βροχή καταιγίδα
στα καινούρια φεγγάρια
υπάρχει ελπίδα;

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara. gr

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Σου το 'χω πει.



Σου το 'χω πει.


Σου το 'χω πει.
Πάνω στο λάγνο σου κορμί πως θα παλεύω,
κι’ αν της παλίρροιας το κύμα απλωθεί,
σε παραγάδια με δολώματα τα (θέλω) θα ψαρεύω,
ώσπου το νήμα σπάσει, λιώσει, αλωθεί.

Κανόνες στα σεντόνια σου θα βάλω,
να μη μου κρύβουν εσοχές, προεξοχές,
όπου μ’ αρέσει να εισβάλω να εκβάλω
ανεξερεύνητες να μην υπάρχουνε περιοχές.

Το σώμα σου στις αποδράσεις μου θα περιπλέω,
με το ολόγραμμα μου θα σε ζω, θα σε μεθώ,
θα ψηλαφίζω όλα μου τα θέλω και θα επιπλέω,
στα παιχνιδίσματα της θάλασσας σου ν’ αφεθώ.

Τα διάπυρα στο σώμα σου σημάδια θα αλώσω,
τα λάφυρα να μείνουν αποδεικτικά,
να γράψω γράμματα στα σύννεφα ν’ απλώσω,
να καταργήσω διόδια και τέλη αναδρομικά.

Σου το 'χω πει
Στ’ απόκρυφα περάσματα σου πως θα σεργιανίσω
θ’ ανοίξω περιφράγματα και ρεύματα τριφασικά,
μονόγραμμα άλικο στα στήθη σου θ’ αφήσω
να καταγράψει σύνορα, στοιχεία περιουσιακά...

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Τι να 'ναι αυτό.


Τι να 'ναι αυτό.

Λέξη βαθιάς συμπάθειας στοργής
φιλία μπιστική μεγάλη
απαύγασμα τ, αγάπανθου της γης
μα και του έρωτα η ζάλη.

Λέξη από γόρδιους δεσμούς
θολούρα ποταμών και νοημάτων
ιδεογράμματα απ’ άγνωστους θεούς
ιερογλυφικά συναισθημάτων.

Λέξη από χρησμούς-συμβολισμούς
μελίρρυτη στα χείλη
συνήχηση με της καρδιάς τους στεναγμούς
μα και ψευτιά πολλές φορές τ’ Απρίλη.

Τι να’ ναι αυτό το φωτερό-το υπεραισθητό
του νου αρχέγονο τραγούδι
τι να’ ναι αυτό του κόσμου όλου ποθητό
αέναο σιβυλλικό μοσχολουλούδι.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Εγώ εσένα αγαπώ.



Εγώ εσένα αγαπώ.

Κάποτε μάτια μου θυμήσου, μ’ αγαπούσες
με τα φιλιά μου έλεγες μεθούσες
δεν ήταν όμως η αλήθεια
μιάς νύχτας ήσουν παραμύθια
πως μου ζητούσες λίγα ψίχουλα ξεχνάς
μα εγώ εσένα αγαπώ
κι’ ας σε μισώ κι’ ας με πονάς.

Έγινες κόλαση φωτιά που καίει
το λάθος το μεγάλο μου ο κόσμος λέει
της μέδουσας ανάσα είσαι με παγώνεις
μα εγώ εσένα αγαπώ
κι’ ας σε μισώ κι’ ας με πληγώνεις.

Ένα σφηνάκι της βραδιάς σου είμαι που με πίνεις
εν’ αποτσίγαρο στα πόδια σου με σβήνεις
στα ζάρια για το πείσμα σου με παίζεις
μα εγώ εσένα αγαπώ
κι’ ας σε μισώ κι’ ας με παιδεύεις.

Τι κι’ αν περνάει ο καιρός τα χρόνια
τα όνειρα μου κι’ αν γεμίζεις χιόνια
σ’ έχω ακόμα στης καρδιάς το βάθος
εγώ εσένα αγαπώ
δε σε μισώ κι’ ας είναι λάθος.


Δημοσιεύτηκε στο . kithara.gr

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Πήρε κι' απόψε να βραδιάζει.


Πήρε κι’ απόψε να βραδιάζει.

Πήρε κι’ απόψε να βραδιάζει
άλλη μια χάντρα της ζωής
ο χρόνος αρπάζει.

Τι κι’ αν έχτισες κάστρα παλάτια
με συμπόνια σε βλέπουν
τα δυο της τα μάτια.

Το ταξίδι της μέρας τελειώνει
τη σκιά της η νύχτα απλώνει
κλωστή κόκκινη στα παραμύθια
ρυτίδες που λες δεν ειν’ αλήθεια.

Της καρδιάς σου το δάκρυ
με πόνο κυλάει
βερεσέ το φιλί
ποιος πουλάει;

Τι κι’ αν ψάχνεις παλιές
στις ιστορίες που λες
να βρεις συντροφιές
ένα ταξίδι
που τώρα δραχμή δεν αξίζει.

Από το κάδρο το μικρό
το παρελθόν σε κοιτά
με βλέμμα πικρό
δε σε γνωρίζω του λες
κι’ ας είσαι εσύ
στα λουλούδια του χτες.

Το ταξίδι της μέρας τελειώνει
στο σταθμό η ανάμνηση μόνη
σταγόνες βροχής τελευταία αχτίδα
στα καινούργια φεγγάρια
υπάρχει ελπίδα;

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Στο λάθος του τότε στο αδιέξοδο του σήμερα.



Στο λάθος του τότε στο αδιέξοδο του σήμερα.

Νάρκωση μέθης σ’ ένα νιόφερτο (ουρανό),
παιχνίδια στην παλίρροια του πάθους,
οδοιπορήματα στο άγνωστο του λάθους,
περαστικός κι’ ο Σαβινιέν ο Συρανό.

Έωλος της ζωής στου τσίρκου τις αλάνες,
περιηγητής στα αδιέξοδα τα μονοπάτια
μες απ’ του χρόνου της αιθάλης τα κομμάτια
αναζητήσεις στων ονείρων τις σαβάνες.

Περιπλανώμενος της νύχτας υπνοβάτης
με στρας πολύχρωμα και ψεύτικα αστέρια
στο μέλλον φτερουγίζαν τα λευκά μου περιστέρια
κρίκος αδύναμος του τότε ιχνηλάτης.

Στα αλπικά περάσματα του χθες, του τώρα,
περιδινήσματα του χρόνου, στου επαίτη τη γωνιά,
ένα εντελβάις απ’ τα χέρια του χιονιά,
ότι μ’ απόμενε ψυχή μου μες στη μπόρα...

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Σαλπίσματα.




Σαλπίσματα.

Στον άγνωστο τον κόσμο μου κι’ απόψε σεργιανούσα
στου αγνοουμένου έρωτα μου το σοκάκι
και το χαμόγελο του φεγγαριού ρωτούσα
που να ,ναι η άνοιξη λουλούδια να γεμίσω το δισάκι.

Όλη η ηχώ των αστεριών
με θύμησες το νου μου πλημμυρίζει
σε μια βουή από ιδέες που είχα ταπεινές
νοσταλγικό το νοτισμένο χώμα που μυρίζει
σε μύθους κι’ εποχές αλλοτινές.

Στο κοιμισμένο το κουράγιο ένας καημός
το δειλινό μι’ απέραντη αντάρα
σύννεφα μέθης απροσπέλαστος ο λογισμός
μέρα θλιμμένη αποφράδα.

Του γέλιου μου θρηνώ τη συντριβή
από του χρόνου την αδήριτη ρομφαία
του άδηλου μου έρωτα φωνή αλαργινή
σαλπίσματα οπισθοχώρησης μοιραία.


Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Ασπρόμαυρη φωτογραφία.



Ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Μι’ ασπρόμαυρη φωτογραφία
μούχρωμα του καιρού
στη θολερή θωριά μου ορρωδία
το δάκρυ μου το κάδρο της ραντίζει
ποιος είσαι ξένε με ρωτά
και το χαρτί μου από αλμύρα κιτρινίζει;

Μα είμαι εσύ της λέω που με όνειρα μεθούσες
και τα γοργόφτερα τα χελιδόνια προσπερνούσες
είσαι εγώ , που ένα σου θέλημα στερνό ζητώ
στου χτες τον αραμπά ταξιδευτής
πίσω στο χρόνο να με πας μη τ’ αρνηθείς

Αφού το θες πάμε ξοπίσω ζάλο ζάλο να σου δείξω
τα σφαλιστά τα παραθύρια να σ’ ανοίξω
και δες αυτά που έχτισες που γκρέμισες
τους πόνους τις χαρές που πήρες κι’ έδωσες.

Είναι πρωί γι’ αυτό φοβάσαι
κοντομεσήμερο που φεύγεις και λυπάσαι
γυρίζει ο ήλιος και συ πολεμάς
τα συμπληγάδια περάσματα γκρεμίζεις διαπερνάς
με τη ρομφαία σου χαμόγελα σκοτώνεις
μα και πουλιά απ’ τα κλουβιά τους λευτερώνεις
απόβραδο λαβώθηκες κι’ αφόρμισε η πληγή σου
ένα παράπονο γιατί; Λες μες στη προσευχή σου.

Φωτογραφία μου με πόνεσες να σε ξανοίγω
και το ερμάρι σου ποτέ δε ξανανοίγω
δε θέλω να θυμάμαι, κουράστηκα να σκέφτομαι,
ποιος τάχα νά’ μαι.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Αχαριστία.



Αχαριστία.

Μες στα χαλάσματα της λησμονιάς
τη βρήκα πληγωμένη
σκόρπια τα νυχτολούλουδα
καρδιά τσαλακωμένη.

Απ’ της ψυχής μου το σταμνί
ήπιε να ξεδιψάσει
και στο λιμάνι της καρδιάς
μπήκε να ξαποστάσει.

Στα όνειρα μου να βρεθεί
το τζάκι τους ν’ ανάψει
το δρόμο της καθάρισα
σε πέτρα μη σκοντάψει.

Κι’ αφού ξαναγεννήθηκε
με το παλτό μου ντύθηκε
σαν ξένος στην αστροφεγγιά
χωρίς να πει λέξη γλυκιά
φεύγει κυφά με μαεστρία
αλήθεια πόση αχαριστία.

Δημοσιεύθηκε στο F. kithara.gr

Ονειροφαντασία.




Ονειροφαντασία.

Ονειροσύννεφο πέπλο της νύχτας σκοτεινό
γράμμα κι’ απόψε συστημένο
της θύμησης του αλγεινό
απ’ το μετόχι της ψυχής το περασμένο.

Στράτα της ειμαρμένης διαγράμματα
με της καρδιάς τα δάκρυα σπαρμένη
στροφές με εικονοστάσια από τάματα
στου χρόνου τα τερτίπια παράπονο που μένει.

Καινούργιες ερινύες δίκες στημένες με σόου
στη δίνη των αβύσσων των νεκρών αισθήσεων
γδικιωμός της ζωής με γιού εφ όου
μεθύσι παραισθήσεων.

Χειμώνες παγωμένοι αμμόσπιτα χαλάσματα
συμπληγάδια περάσματα
γεφύρια στοιχειωμένα με πνεύματα αλλόκοτα
χαρακιές στα σύδεντρα της ύπαρξης μου
ολοκαυτώματα.

Στο άπειρο των μαθηματικών χάνομαι
για μια εξίσωση απλή λες κι’ έχει σημασία
χωρίς ελπίδα για τη λύση καταπιάνομαι
παράξενη ζωή ονειροφαντασία.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Χρειάζομαι το γέλιο πίστεψέ με (Από ένα sms)




Χρειάζομαι το γέλιο πίστεψε με.
( Από ένα S M S )

Γελάς που σε πειράζω μα μου λες πως το χρειάζεσαι
κι’ αφού τα πάντα ξέρεις πως μοιράζομαι μαζί σου
μου κρύβεις μια τελεία κι’ ένα κόμμα απ’ τη ζωή σου
γιατί χαρά μου πάντα για τους άλλους θυσιάζεσαι.

Ποιός μπόρεσε με μίσος να κουρσέψει
το έναστρο χαμόγελο του ουρανού
τ’ ανέσπερο το φως τ’ αυγερινού
ποιός μπόρεσε το νάμα των ματιών σου να στερέψει.

Άσε την αύρα της ψυχής σου να χαϊδέψω
του ύπνου σου τα οδηγήματα ν’ αφουγκραστώ
στη θάλασσα της σκέψεις σου να βυθιστώ
κάποιο κακό σου όνειρο να ημερέψω.

Κι αν οι σκιές της νύχτας σ’ οδηγήσαν σε παγίδες
είναι η αγάπη μου ένα σύννεφο λευκό
σου το χαρίζω κρέμασε το φυλαχτό
θ’ αναπτερώσει τα όνειρα σου, τις θλιμμένες σου ελπίδες.

Δημοσιεύτηκε στο F, kithara.gr

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Ταξίδι σ' ένα γράμμα.



Ταξίδι σ’ ένα γράμμα

Με το εξπρές ενός ονείρου, ήρθε γράμμα συστημένο
γραμμένο απ’ το σύννεφο που ξέρω το λευκό
με διάφανο μελάνι απ’ τ’ άστρο τ’ ουρανού το πολικό
με τις ανταύγειες της ψυχής του πλουμισμένο.

Από την έρημο της θλίψης να ξεφύγω μου μιλάει
κι από το δάκρυ του κορμιού του να λουστώ
τους χτύπους της καρδιάς του μου ζητά ν’ αφουγκραστώ
μ’ ονειρικά ακόρντα να μου πει πως μ’ αγαπάει.

Στο χρώμα των ματιών του η μοναξιά μου ταξιδεύει
μες στην πεδιάδα ενός άγνωστου ουρανού
με άρμα δίτροχο τα σύννεφα τα άλικα του νου
τα χρυσοκίτρινα τα φύλλα μιάς ανάμνησης μαζεύει.

Στη θάλασσα της σκέψης του γαλήνια κύματα
λέξεις φλεγόμενες φεγγάρια μαγεμένα
φιλιά αντί τελείες απ’ αστέρια ανθισμένα
ένα ταξίδι φωτοφόρο με ποιήματα.

Μες στο χιονιά μου η φωτιά που με ζεσταίνει
μου λέει να μη μελαγχολώ
το γράμμα του ρακόμελο που πίνω και μεθώ
είναι η αχτίδα μιας ελπίδας που μου μένει.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Νεφέλη.



Νεφέλη

(Πλάσμα φυσικής και πνευματικής τελειότητας)

Ασύλληπτης ομορφιάς συστοιχία φεγγαριών.
Ανεπανάληπτες, υπέροχες ανταύγειες, ενός καταπράσινου
γαλήνιου ωκεανού.
Ξανθοί καταρράχτες, ουράνια τόξα.
Όνομα μυθικό, αόρατο, μα και πλάσμα γήινης υποστατής μορφής.

(Συνάντηση – γνωριμία)

Αναζήτηση της αλήθειας και της προσωπικής μοίρας.
Ζάλα αυγινά μέσα στη γοητεία του παράδοξου, σε ιδεατούς ουρανούς.
Κι’ όμως συνάντηση στο βυθό μιας θάλασσας.
Γνωριμία του απόλυτου.
Ιριδισμός ιδιαίτατων συναισθημάτων
Απαύγασμα μιας ανώτερης πραγματικότητας.
Απόδραση απ’ το ουράνιο παράθυρο – μαζί – σ’ ένα ταξίδι στο άγνωστο.

(Έρωτας)

Επαναστατική ερωτική θύελλα, σ’ ένα αιθέρα πνοής θεϊκής.
Χορός της έκτασης, σκιρτήματα αδάμαστα,
στην αγκαλιά ενός υπεραισθητού ονείρου.
Ανθισμένα, υπέρλογα γαλάζια συναισθήματα.
Πολύχρωμες εικόνες, προέλαση της ευτυχίας.
Άλικα φιλιά η πεμπτουσία των αισθήσεων.

(Το τέλος)

Απόκρυψη, πλαστό όραμα σ’ ένα σύμπαν δίχως πνοή.
Φτώχεμα των οραμάτων.
Ξαναγεννιέται και ζωντανεύει το χάος της πολικής νύχτας.
Σκόρπια νεκρά άχρωμα φιλιά στις ερημιές των θυμαριών.
Τα λουλούδια του ονείρου διαπερνούν διαλύουν τα ουράνια τόξα.
Θάλασσες σκοτεινές με λάμψεις θνητές.
Στα βάραθρα της φωτιάς, αντηχούν τα καυτά δάκρυα του τέλους.

(Δάκρυα χωρισμού)

Ποια μάγισσα μπορεί να ορθωθεί πάνω στη λευκή δύση.
Ποια μενεξεδένια φυλλώματα θα κατέβουν με μια φωτιά ρόδινη,
μέσα από τα σύννεφα,
ποια σύλληψη,
θα πουν πως δεν είναι αλήθεια,
πως είναι μια πλασματική πραγματικότητα.
Ποιες ερινύες θα πουν, πως δεν είναι δίκη στημένη
με ψευδομάρτυρα τη ζωή.

(Ανάμνηση)

Κι’ αν πέρασαν οι εποχές τα χρόνια
κι’ ας ξέρω πως, για να δε δω,
από τη φυλακή του χρόνου ν’ αποδράσω δεν μπορώ,
η σκέψη μου διαπερνά τη γη, τους ουρανούς, τις θάλασσες,
να βρω χνάρια που άφησαν τα δάκρυα σου.
Να νιώσω της ανάσας σου το χάδι.
Ν’ αφουγκραστώ τους χτύπους της καρδιάς σου.
Στους ποταμούς της σκέψης σου να βρω αναπολήματα
κι’ από του χρόνου τα φτερά να ξεπεζέψω
να το μπορούσα ομορφιά μου να παλέψω
να μπω στην καταπράσινη ματιά σου
να κλέψω όπως τότε τη φωτιά σου
στην αύρα του κορμιού σου να λουστώ
και να σου πω
εγώ χαρά μου και στα χιόνια του Σεπτέμβρη σ’ αγαπώ.

Αφιερωμένο στη - Νεφέλη - Στην ομορφιά, στην αναζήτηση, στον έρωτα, στο τέλος, στα δάκρυα, στην ανάμνηση ενός μεγάλου έρωτα.

Δημοσιεύτηκε στο F. kithara.gr