Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Είχα!






Είχα!

Είχα ένα βόλο γυάλινο και δυο αμάδες,
από πηλό κι’ από κοχύλια «τιμαλφή»
το σπίτι μου έδερναν αλύπητα βοριάδες
κι’ ήταν με χώμα και καλάμια η οροφή.

Την πέτρα έσκιζε ο ήλιος του καλοκαιριού,
στης άνοιξης τα όνειρα κρυφομιλούσα,
φθινόπωρο, η ώρα του παραμυθιού,
«τα χειμωνιάτικα πουλιά πετροβολούσα».

Είχα του λύχνου την παρέα τις νυχτιές,
τον ερωτόκριτο στης γειτονιάς το φωνογράφο,
για τις ανέμελες του κόσμου μου ματιές,
ένα μολύβι δίχρωμο στη «πλάκα» μου να γράφω.

Ανηφοριές, κατηφοριές, στα καλντερίμια,
ρίμες παθιάρικες στους στίχους της βροχής,
τις Κυριακές θηρεύοντας καρδιές κι’ αγρίμια,
στα πεφταστέρια όνειρα γλυκιάς απαντοχής.

Στης μαντινάδας τα σοκάκια σεργιανούσα,
από το δώμα αγνάντευα των «μύλων τα πανιά»
κρυφές ματιές ντροπιάρικα φιλοξενούσα,
στην ανθισμένη της αυλής μου λεμονιά.

Είχα χαμόγελα στ’ αλήθεια με μεθούσαν
κι’ ένα φεγγάρι «κέρινο» για συντροφιά,
μα ξέμειναν, λένε πως δεν μπορούσαν,
στου χρόνου τους ορίζοντες, τη συννεφιά.

Yiannis H.




Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Πλάτανος!




 Πλάτανος!

«Ηχούν τα πεφταστέρια τ’ ουρανού»
ο γεροπλάτανος τα φύλλα του σκορπίζει,
έχουν στερέψει κι’ οι πηγές του «Ιλισσού» 
το ξεροκούτσουρο θαρρείς κι’ αναδακρύζει.

Τρίζουν στον άνεμο τα «άχλωρα» κλαδιά,
το φύλλωμα στο γκρίζο ανταριάζει,
μοναχικός στην άναστρη κι’ απόψε τη βραδιά,
απ’ τα φουσάτα των βοριάδων δεν τρομάζει,

Χιλιάδες νύχτες και μι’ ακόμα μοναξιά,
το πεπρωμένο ποιος μπορεί να προσπεράσει,
να ακραγγίξει δεν λυγίζει και η όμορφη οξιά,
ότι γεννιέται λένε, με το χρόνο θα γεράσει.

Είναι ο κορμός ροζιάρικος, τραχύς,
χαρακωμένος απ’ τα πείσματα του χρόνου,
κι’ όμως πονάει στη θωριά μιας «αμυχής»
από μια «κλαίουσα Ιτιά» του «γραμμοφώνου» 

Yiannis H.