Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Η «μπουκαδούρα» του Σαββατόβραδου…






Η «μπουκαδούρα» του Σαββατόβραδου…

Ο αφηνιασμένος νοτιάς, βάλθηκε στου λιμανιού το φάρο
τσ’ ανεπαλιές του να αφήσει.
Και το έγραφαν τα ημερομήνια, μποφόρ και στο «τσαρδί» των στίχων.
Στο ξεχασμένο, το κρύο τζάκι των αναμνήσεων, τα νοτισμένα
«κούτσουρα» δεν ανάβουν.
Ίσως τα «ραβασάκια» του χθες, για προσάναμμα να δώσουν
σπίθα φωτιάς, σίγουρα όλο και κάποια θα φανεί.
Έτσι κι’ αλλιώς  ποτέ δεν τα έστειλα στις «κοπελιές» των ονείρων μου.

Πώς να πεις σ’ αγαπώ στη «Βρισηίδα» στο ασύλητο, το «ιερό» γίνεται;
Δεν γίνεται.
Το επί αποδείξει γράμμα επιστρέφει στα αζήτητα των μελλοντικών
ονείρων…
«Νεφερτίτη» Είναι και θέμα χημείας, δε γίνεται να μπολιάσεις το κόκκινο
με το γαλάζιο της αίμα.
Το βουλωμένο «ραβασάκι» έμεινε εδώ, προσάναμμα στα
«παιχνίδια των πεπρωμένων».  
Οι Μούσες των χιονονιφάδων, της έμπνευσης ρομαντικά αφηγήματα.
Τα «ρεφρέν» με το πλοίο της ερήμου, ταξίδι μιας αιωνιότητας.
«Σαλώμη» τα χιλιομαλαγμένα της νάζια, ώχρινα ανεστορήματα,
φτερά στων ανέμων τις παραξενιές.

Στα ονειρικά πεφταστέρια του τώρα  οι ευχές των μελλοντικών συστημένων.
Προς:
Τις αληθινές επίγειες δικές μου αγάπες.
«Τατιάνα, Γιασεμί, Αριάδνη, Αλέξη, Κωνσταντίνο»

Yiannis H.

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Ώχρινα απόβραδα…





Ώχρινα απόβραδα…

Νοέμβρης,  απόβραδα ώχρινα…
Το νοσταλγικό χαμόγελο της όστριας, παρελαύνει στων
αναμνήσεων τις αποχρώσεις.
Ανεπαλιές και στο σάπιο μήλο, το χρώμα των φιλιών της…
Τα χρυσοκίτρινα φύλλα σκιάσανε της ματιάς το νάζι και οι
ανταύγειες οι ανατρεπτικές, οξειδωμένες ζωγραφιές.

Μα εγώ είμαι εδώ, που ακόμα αγαπώ,
με τα φιλιά των ανέμων μεθώ!
Είμαι εδώ, του φθινοπώρου χαϊδεύω το φως.
Των χειμωνιάτικων πουλιών κυνηγός.-

Yiannis H.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Αποσπερίτης!


Αποσπερίτης!

Λέω εδά, του χρόνου να του παίξω μπαλοτιές,
τους τράφους να γκρεμίσω με φουρνέλα,
να τις μανίσω του χανού, τις ψοματάρικες ματιές,
να μη καμνιώ, απ’ τα ειρωνικά του τα γέλια.
…………………………………………………

Και πέρασαν χρόνια πολλά, το μπλάβο χώμα στο δώμα,
ήταν κι’ αυτό μια φορά, έπαιζε με τα πρωτοβρόχια, άφηνε
και από καμιά σταλιά να γλιστρήσει κάτω από τα καλάμια,
ν’ ανεπαλιάσει για τα καλά το σπίτι.
Γελούσε και ο ανηφοράς με τις σταλιές που άφηνε να περάσουν,
να παίζουν πάνω στο τσικάλι.
Χαράματα, δρόμο για το πάτημα με τους ομανίτες.
Κι’ η σκέψη μου; που αλλού, γλακούσε στον ξάστερο ουρανό.
Λίγο πριν το σκοτάδι χάσει τη μαυρίλα του, τον Αυγερινό της
άρεσε να ξαμώνει.
Τα λέγαμε, τη ζωή κουτσομπολεύαμε δηλαδή.
Μια αχώριστη παρέα, με τα καλαμπούρια μας, τις μαντινάδες μας,
τα (κλεμμένα) άφιλτρα τσιγαράκια μας.

Και τώρα, στο «σβουροχώρι» της καρδιάς μου
απογιαγέρνω… έστω για μια βραδιά… «λες και ήταν χθες»…
όπως και τότε, ανάμεσα από τ’ άστρα την λαμπεράδα του αναζητώ.
Ξεχαστήκαμε.
Δε με ξέρεις;
Έχεις δίκιο, ο αποσπερίτης είσαι. Ο αυγερινός ήταν μια φορά
κι’ έναν καιρό…


Χανδράς, Αύγουστος 2016
Yiannis H.