Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ακορντεόν.




Ακορντεόν.

Αγαπημένο ερωτικό μου ακορντεόν,
ονειρικό της ζωής μου μεράκι,
στα φάλτσα σου μινόρε αναρριγώ
και στ’ άδειο σου από ρίμες δισάκι.

Θύμησες αυγινές μιας κουμπαρσίτας,  
στα μπάρκα της ερήμου οιμωγή,
αδρά τα χέρια στα λευκά σου πλήκτρα,
του Δούναβη τα κύματα υφαρπαγή.

Παίξε κι’ απόψε στων ονείρων τη ζάλη,
των ματιών να σκορπίσεις την πυκνή την αιθάλη,
παίξε για μένα το ταγκό της Αθήνας,
στο μασκέ της ζωής, της γνωστής θεατρίνας.

Ακορντεόν μου, μορφή της ψυχής μου θλιμμένη,
στο μεθύσι του βαλς, το θυμάσαι ένα βράδυ;
Σ’ ένα ξωκλήσι, στα αγνά τα λευκά της ντυμένη,
για της ζωής το ταγκό, με της καρδιάς μας το χάδι.

Περάσαν τα χρόνια με πίκρες, πόνους, χαρές,
στο σταυροδρόμι φινάλε λες κι’ ήτανε χθες.
Αποσταμένη στο τούνελ του χρόνου μοιραία,
παίξε κι’ απόψε στερνή, μελωδική μου παρέα.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Περιγελώ της ζωής μου τα δρώμενα...



Περιγελώ της ζωής μου τα δρώμενα…

Αγαπώ τα θλιμμένα τα γκρίζα απογέματα,
της ζωής μου τα κάλπικα χάδια,
της Κυριακής ματωμένα κουρσέματα,
βροχερά απροσπέλαστα, όξινα βράδια.

Αγαπώ κάποιο ψεύτικο άυλο είδωλο,
στο θαμπό το σπασμένο καθρέφτη,
οξειδωμένο φιλί του μυαλού μου περίγελο,
του ιλίγγου το χάδι ένα βόλι που πέφτει.

Αγαπώ τα κρυφά των σκιών ονειδίσματα,
την καυτή της ερήμου ανάσα,
του χιονιά παγωμένα ραπίσματα,
χιμαιρική των ονείρων μου φάρσα.

Αγαπώ τις πληγές που μ’ αφήσαν τα μάτια της,
στις απολαύσεις παραβάτης της ύλης,
λαθρεπιβάτης στα στρωμένα κρεβάτια της,
να γευτώ το αλάτι μιας σύγχρονης στήλης.

Αγαπώ τα προσποιούμενα του έρωτα νάζια της,
της ηδονής των φιλιών τα σημάδια,
το τατουάζ στα απόκρυφα ατλάζια της,
τ’ αγριεμένα των ...ήντα  ρημάδια.

Περιγελώ της ζωής μου τα δρώμενα,
με τον χρόνο δεν κάνω παζάρια,
της ειμαρμένης ξεχνώ τα φαινόμενα,
και το παρόν μου το παίζω στα ζάρια. 

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Εν Καλάμαι...




Εν Καλάμαι...

Οδηπορήματα, πάνω στα χνάρια τα παλιά,
στου Αλμυρού τα γκρίζα απομεινάρια  
και της ταβέρνας τ’ όνομα πρωταπριλιά,
είδωλα σκοτεινά και τ’ άλικα φεγγάρια.

Ε! Ταβερνιάρη,
βάλε ένα ουζάκι σ’ έναν ξένο,
να ξαποστάσω λίγο, 
της ανάμνησης το τρένο περιμένω.

Εδώ που τα ουράνια τόξα,
την ανάσα της θάλασσας φιλούσαν
και που οι γοργόνες με πολύχρωμα κοράλλια
τα όνειρά μας κεντούσαν.
Εδώ που η σκιά των ματιών μας
αγκάλιαζε τη λευκή δύση
και που οι καρδιές μας τις μαργαρίτες
είχαν μαδήσει.
Εδώ που τα φιλιά μας ξυπνούσαν
με τα τραγούδια των ανέμων,
τώρα λυσσαλέες ακούγονται οι ιαχές,
των σύγχρονων πολέμων.

Ανείπωτη, αβάσταχτη η βαναυσότητα του χρόνου,
απροσμάχητη και η επέλαση του πόνου.

Ε! Ταβερνιάρη,
πιάσε ένα διπλό ακόμα,
το ποτήρι μου να σπάσω,
βρες μου λίγη θάλασσα και χώμα.


Αλμυρός: Περιοχή της Καλαμάτας.