Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Δεκέμβρης...




 Δεκέμβρης.

Το χειμωνιάτικο τ’ απόβραδο ανταριάζει,
της μοναξιάς τ’ οξειδωμένο σήμαντρο ηχεί,
οδοιπορήματα στο ξέφρενο του μελτεμιού τ’ αγιάζι,
για το προσκυνητάρι τ’ άφωτο, στερνή απαντοχή.

Γλιστρά στα δάχτυλα το γκρίζο κομπολόι,
στου λύχνου το αχνόφεγγο συναλλαγή,
χτυπά μεσάνυχτα του τοίχου το ρολόι,
κοντά στα ξημερώματα, μοιραία υποταγή.

Σκιές ασάλευτες και μνήμες ρεφενέ,
στην γκρεμισμένη την υπόγεια την ταβέρνα,
ποτό ξενόφερτο στου ιντερνέτ τον καφενέ,
ανάμνηση μιας εποχής, στο κάδρο η λατέρνα.

Διαβάτη ξένε τον χιονάνθρωπο που προσπερνάς,
είναι επαίτης της ζωής, μη τον χλευάσεις,
θ’ αρθεί καιρός, χιονιάς κι’ εσύ που θα πονάς,
στη θύελλα του χρόνου θα ριγάς, θα κλάψεις.

Yiannis H.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Είναι αργά, να φωνάξω πίσω το χθες…





Είναι αργά, να φωνάξω πίσω το χθες…

Κι’ αν σε φωνάζω, δεν θ’ ακούσεις να γυρίσεις.
Είσαι το χθες κι’ είναι αργά να μου μιλήσεις. 
Με παρασύρει ένα μπουγάζι, σε αδέσποτη τροχιά,
σε στενορύμνια, σ’ απροσπέλαστα στοιχειά.

Σε βλέπω τώρα απ’ αποστάσεις αστρικές,
ανάμνηση ονείρου, στο διηνεκές.
Έχω αφήσει στη ματιά σου, όνειρα, ερωτικά φιλιά,
μια πίκρα, για την ψεύτικη, την άγουρη φωλιά.

Καημός της μοναξιάς, το ξεχασμένο σ’ αγαπώ.
Να το μπορούσα να φωνάξω, να μ’ ακούσεις, να σου πω,
πως έφυγα νωρίς και βρήκα ανάλγητο το βράδυ.
Μου έλειψε το «μου», μα δεν μ’ ακούς κι’ είναι σκοτάδι.

Είναι αργά για να φωνάξω, να μ’ ακούσεις, χθες,
το πεπρωμένο δεν θ’ αλλάξεις  κι’ αν το θες,
είσαι ανέσπερη, ασπρόμαυρη φωτογραφία
κι’ είμαι ο χιονάνθρωπος του τώρα, μια φτηνή,  
γελοιογραφία. 

Yiannis H.
 

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ασάλευτη σιωπή...





Ασάλευτη  σιωπή…

Στην «ασάλευτη» σιωπή, την περιρρέουσα, διολισθαίνω 
άθελα μου κι’ απόψε.
Το διάφανο μελάνι του υπολογιστή μου, η παρέα της νύχτας.
Πόσο όμως ακόμα, θ’ αντέξει το πληκτρολόγιο, από 
το  «τρέμουλο των χεριών»; 
Το μεγάλο γιατί, δεν απαλείφεται από τα στενορύμια της σκέψης μου.

Το μούχρωμα του φθινοπώρου, με την αλγεινή παρουσία της 
«βροχής» συνωμοτούν πάλι. Απίστευτο μένος, απίστευτη ορμή.
Το δόλωμα στο παραγάδι της ζωής, η ανθρώπινη λογική, στην 
επέλαση του χρόνου.
Το καταφύγιο διάτρητο από τα «καμώματα» της.

Η υπομονή εκφυλλίζεται, η αντίδραση, ακατάληπτες ενέργειες 
των άκρων.
Οι αναμνήσεις, στο μεσονύχτι των επώδυνων στιγμών, 
απαλύνουν τους ψυχικούς πόνους.
Η επέλαση όμως της βροχής, δημιούργησε ρήγματα, άφησε
κι’ άλλα «μπάζα», αδύνατη η διέλευση.

Κι’ όμως, ο ουρανός εκείνης της εποχής, φαινόταν καθαρός, 
ίχνος από σύννεφα, το πέρασμα από τα σύδεντρα των ονείρων, 
το χάδι της ζωής.
Ποιος μπορούσε να διαβάσει, της λογικής το βουλωμένο 
γράμμα, στην απειρία του χρόνου;    

Στης ακάλεστης σιωπής, το απόβραδο του τώρα, άσφαιρα 
διλήμματα, μπροστά στο ατσάλινο προσωπείο του χρόνου.

«Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»…  

Yiannis H. 


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Για δες!...





Για δες!

Για δες που βράδιασε στ’ αλήθεια,
είχα ξεχάσει πως υπάρχει ένας σταθμός,
φθίνουν τα χίλια και μιας νύχτας παραμύθια,
δεν το πιστεύω πως με γέλασε ο καιρός.

Του λύχνου απόμειναν δυό, τρεις σταγόνες λάδι,
μα πίστευα η φλόγα του θα φέγγει συνεχώς,
πως δε θα βρω στο δρόμο μου ποτέ σκοτάδι,
άπαιχτο έργο άχρονο, στο κάποτε, στο προσεχώς.

Απόγεμα κι’ η μέρα έχει στη ματιά μου λιγωθεί,
σ’ ένα πικρό χαμόγελο ονείρου που σκοτώνει,
παραδομένη, με της νύχτας την εσθήτα να ντυθεί,
για λύτρωση, που όμως όπως λένε, δε λυτρώνει. 

Λες κι’ ήταν χθες το φως του ήλιου που τρυγούσα,
πότε έφτασε στο σώσμα τ’ ανοιξιάτικο πρωί,
ξένα τα χνάρια που άφησα, τα χείλη που φιλούσα,
δεν το πιστεύω πως με μπέρδεψες, με γέλασες ζωή. 

Yiannis H.