Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Η μοναξιά μιας (Ελιάς)



Η μοναξιά μιας (Ελιάς.)

Το χθες ποιος να θυμάται τάχα και γιατί
πως μπόλιασες εσύ τα λιόκλαρά μου
να σκιάζουν οι βλαστοί μου ένα γιαπί
να ξαποστάσουν τα παντέρμα όνειρα μου.

Τον κίνδυνο κανάκεψα και ικέτεψα στοργή
στ’ ανεμοδέρματα τ’ ανάλγητα του χρόνου
μαρτύριο στ’ αχνόφεγγο η χαίνουσα πληγή
απ’ τ’ αγριόχορτα τα ύπουλα του φθόνου.

Τα μυστικά σου όμως τα φυλάω κλειδωμένα
στις ρίζες μου να λιώσει το λευκό χαρτί
θα σβήσουν όνειρα αγάπης χαραγμένα
και στον κορμό μου θ’ απομείνει ένα γιατί.

Περνάει ο χρόνος με ιαχές θριαμβικές
πατώντας τους καρπούς της άνοιξής μου
φθαρτές εικόνες μου παλιές παρθενικές
έφτασε η ώρα δια παντός της έξωσης μου.

Λες κι’ ήταν χθες κι’ όμως περάσανε αιώνες
στη σκιά του άναρχου παιχνίδια δάκρυ οιωνοί
με πόνεσαν με πλήξαν ανελέητα τυφώνες
της θύμησης του τώρα μιας σβηστήρας ηδονή.