Εν Καλάμαι...
Οδηπορήματα, πάνω στα χνάρια τα παλιά,
στου Αλμυρού τα γκρίζα απομεινάρια
και της ταβέρνας τ’ όνομα πρωταπριλιά,
είδωλα σκοτεινά και τ’ άλικα φεγγάρια.
Ε! Ταβερνιάρη,
βάλε ένα ουζάκι σ’ έναν ξένο,
να ξαποστάσω λίγο,
της ανάμνησης το τρένο περιμένω.
Εδώ που τα ουράνια τόξα,
την ανάσα της θάλασσας φιλούσαν
και που οι γοργόνες με πολύχρωμα κοράλλια
τα όνειρά μας κεντούσαν.
Εδώ που η σκιά των ματιών μας
αγκάλιαζε τη λευκή δύση
και που οι καρδιές μας τις μαργαρίτες
είχαν μαδήσει.
Εδώ που τα φιλιά μας ξυπνούσαν
με τα τραγούδια των ανέμων,
τώρα λυσσαλέες ακούγονται οι ιαχές,
των σύγχρονων πολέμων.
Ανείπωτη, αβάσταχτη η βαναυσότητα του χρόνου,
απροσμάχητη και η επέλαση του πόνου.
Ε! Ταβερνιάρη,
πιάσε ένα διπλό ακόμα,
το ποτήρι μου να σπάσω,
βρες μου λίγη θάλασσα και χώμα.
Αλμυρός: Περιοχή της Καλαμάτας.