Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Μοναξιά;



Μοναξιά;

Μέσα στην έρημο του κόσμου μοναχός,
τι κι’ αν γνωρίζει την αιτία, τους ενόχους,
κάλπικο τ’ όνειρο κι’ απόμεινε  φτωχός,
δίχως πυξίδα στης ζωής, τους αμμολόφους.

Θολά φεγγάρια στην ψυχή του η ελπίδα,
αποζητάει τα χαμένα, τ’ άληστα φιλιά,
ζάλα αλίμενα στο φόρτε η καταιγίδα,
κι’ ούτε ένα απάγκιο μια ζεστή αγκαλιά.

Αλλοτινά  χαμόγελα στις παιδικές αλάνες,
νοσταλγικές και των ματιών της οι φωτιές,
δεν ζουν στην άμμο την καυτή βαλεριάνες,
αφηρημένες αναμνήσεις, σκόρπιες μελανιές. 

Κι’ οι πέτρες όμως τη φωτιά μπορούν ν’ ανάψουν,
από τις σπίθες που χτυπώντας τις θα βγουν,
ότι τον πόνεσε να σβήσουν να τα κάψουν,
μέσα απ’ τις στάχτες όνειρα να ξαναγεννηθούν. 

Το τρεχαντήρι στο γιαλό, λευκό, αρματωμένο,
για τ’ αρχιπέλαγος του τώρα και του προσεχώς,
στη πλώρη ένα χαμόγελο με ρίμες λαξεμένο,
για το ρεσάλτο των ελπίδων, πρόσω ολοταχώς.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Δε με νοιάζει...



Δε με νοιάζει...

Δε με νοιάζει.
Αν η μέρα στο άγνωστο ρότα ανοίξει,
στης αβύσσου το χάος άγκυρα ρίξει.
Αν ο ήλιος ποτέ δε φιλήσει το δείλι.
Αν ένα δάκρυ θα πέσει σε κάποιο μαντίλι.

Για τα όνειρα μου όμως φοβάμαι,
μακριά τους που θά’ μαι.
Ανοιξιάτικα μα ξεμείνανε μόνα,
περάσαν τα χρόνια και βρήκαν χειμώνα.

Δε με νοιάζει.
Τα πικρά τα φιλιά της κι’ αν χάσω.
Έτσι κι’ αλλιώς, όποιο δρόμο κι’ αν πάρω
στην ψυχή της ποτέ δε θα φτάσω.

Τα όνειρα μου όμως λυπάμαι.
Να κοιμηθούν παραμύθια δε θά’ χουν
και σε ξένα φεγγάρια εμένα θα ψάχνουν.
Στο φως τους μη σβήσουν φοβάμαι.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Νοσταλγική μου χαραυγή!



Νοσταλγική μου χαραυγή!

Μου είπε φίλος που ήρθε απόψε απ’ τα παλιά,
πως το ποθείς στο στέκι το παλιό μας να βρεθούμε,
της άνοιξης το φίνο σ’ αγαπώ να θυμηθούμε,
σ’ απόσκια δάση να μαζέψουμε ανθένια φιλιά.

Πέρασαν όμως μάτια μου χειμώνες καλοκαίρια,
στο ταβερνάκι μας την όμορφη γωνιά,
σώπασε η χαβάγια, χαθήκαν ρόδα γιασεμιά.
Δεν κάνουν στα χαλάσματα φωλιές τα περιστέρια.

Μάτια θολά θα δεις, χαρά μου τόσο ξένα,
θ’ ακούσεις μια φωνή, από τα περασμένα,
βοριάς θα σου χαϊδέψει τα μαλλιά,
πως να κουρνιάσεις σε μια άγνωστη αγκαλιά.

Αφόρμισαν του χωρισμού μας οι πληγές,
άργησες και στερέψανε από τα μάτια οι πηγές.     
Την παγωνιά, το ξεροβόρι δε θ’ αντέξεις,
ούτε τον ξένο στη γωνιά δε θα προσέξεις.

Νοσταλγική μου άνοιξη το χρόνο πως να φτάσεις,
άσε τον ξένο στη μοιραία της ζωής την απονιά,
ψάχνει κι’ αυτός να βρει, στο γκρίζο απανεμιά.
Το χρώμα των ματιών σου να μη δει, να προσπεράσεις.  

Μείνε στα όνειρα καρδιά μου τ’ αυγινά τα μελωμένα ,
δεν το μπορείς το τρένο των ανέμων να περάσεις,
στο πεπρωμένο ένα γράμμα βουλωμένο να διαβάσεις,
πεθαίνουν τα πουλιά, από τ’ αγκάθια πληγωμένα.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Το κομπολογάκι...



 
Το κομπολογάκι.

Ένα καινούργιο πήρα κομπολογάκι
κι’ είναι το κέφι μου και το μεράκι.
Στα χέρια το παίζω πολύ τ’ αγαπώ,
με το νέκταρ του πάντα τα βράδια μεθώ.

Θέλω πολύ σαν το λεμόνι να το στύψω,
και στο ποτήρι να το πιώ να ξεμεθύσω.
Είναι ένα όνειρο μ’ αγάπη που με κερνάει,
με νάζια αργά τις νύχτες μου τραγουδάει.

Και σπαρταράει στην αγκαλιά μου,
κι’ όλα τα θέλει και τα φιλιά μου.
Κι’ εγώ χατίρι δεν του χαλάω,
του τα χαρίζω κι’ όλα τα σπάω.

Μα ρίχνει λένε κι’ αλλού τα ζάρια,
με κομπολόγια ξένα παίζει τα βράδια.
Κι’ έτσι το βρήκα μια νύχτα να παίζει,
τις μελιές του τις χάντρες να παζαρεύει.

Μ’ αυτό μου λέει πως πρόβα κάνει,
τη θεατρίνα την άλλη πως παριστάνει.
Τα μπλε του ματάκια ανοιγοκλείνει,
τα δάκρυα του στο χώμα αφήνει.

Τα φώτα της ράμπας απόψε θα σβήσουν,
της γαλαρίας τις θέσεις κενές να αφήσουν.
Μα τ’ όμορφό μου, το φίνο κομπολογάκι,
χρώμα θ’ αλλάξει, στις ακεφιές μου για ένα
σφηνάκι.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

SOS



SOS

Ένα και μόνο εικονίδιο στο desktop  ''  ;  ''
Στο απέραντο γαλάζιο του, η κόκκινη μέδουσα.
Ύπουλη, λίγο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Τα δολοφονικά της σημάδια ανεξίτηλα.

Χαμογελάει ο καυτός  Αυγερινός.
Μια αγκαλιά κι’ ένα φιλί στην Αφροδίτη, τη Γήινη.
Απίστευτη ομορφιά.
Σμιλεύματα από το χέρι του θεού.

Ήλιος.  Η ζωή.
Θαλασσινές πηγές, της Ατλαντίδας το χαμόγελο.
Ανάδεμα στο χρυσάφι του γιαλού.
Ηδονικά γλυκοχαράματα.
Λιγοθυμάει το φως στη σάρκα του ονείρου.
Χαϊδεύουν τα μάτια τ’ αειπάρθενο λευκό κορμί.

Μέσα στα σύμπαντα του νου, ξεχωρίζει η αγάπη;
Ρίμες  ψυχής, εωθινά γλυκαηδονιού τραγούδια δροσοβόλα.
Ασίγαστη του πελάγου η ορμή.
Καταδύσεις. Έλλειψη βαρύτητας, συναίσθημα άγνωστο.

Τα γυάλινα φτερά θρυμματίζονται.
Άγνωστος δεσμός. Άγνωστες λέξεις.
Αγνότητα, περιέργεια, συμπόνια, μίσος, χλευασμός,
υποκρισία, αδιαφορία, ελεημοσύνη, αγάπη. 

Μουντή στ’ αχνόφεγγο η ομίχλη, σ’ ένα ολόγραμμα φτηνό.
Ακοίμητο καρτέρι για τ’ ανάβλεμμα τ’ αποσπερίτη.
Άπειρες πύρινες μορφές.
Δροσουλίτες  στην καυτή την άμμο της ερήμου.
Φριχτή οιμωγή στα τείχη της Ιεριχούς.  
Ο ίδιος δρόμος δίχως σημάδια.
Η Αφροδίτη χωρίς μαγνάδι στην παγωμένη νύχτα.
Χείλη αφίλητα.

Χρόνος άχρονος…

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Σε ξαναβρίσκω...




 Σε ξαναβρίσκω…

Σε ξαναβρίσκω στα περάσματα του χθες τα ερημικά,
σε κάποια όαση τα χείλη σου μου είπες να φιλήσω,
ποιος το περίμενε το όνειρο το φίνο ν’ αγαπήσω,
μα είμαι ξένος λες και με κοιτάς, περίεργα ειρωνικά.

Στο υπόγειο το κελάρι μου’ είπες τότε σ’ αγαπώ,
το γιοματάρι της ψυχής σου είχες μάτια μου ανοίξει,
πως μ’ αγαπούσες, στα φεγγάρια ήθελα να πω,
μα είσαι άνεμος μου λες, που είχε κάποτε φυσήξει. 

Στα σύννεφα του χθες, μορφή εξαίσια θωρούσα,
είχες κουρνιάσει στης ματιάς μου τη φωλιά,
μη σβήσει ο λύχνος και κρυώσεις ξενυχτούσα,
σήμερα λες, πως πεταμένα ίσως βρήκα δυο φιλιά.

Σε ξαναπιάνω στο παλιό το γνώριμο το παραγάδι,
στην άμμο σε θυμάμαι την καυτή να σπαρταράς,
εγώ σου έσκισα το κόκκινο το άβγαλτο μαγνάδι,   
μα λες στα δίχτυα του πως σ’ έπιασε, άλλος ψαράς.

Είσαι του σήμερα, του χθες, παντοτινή γυναίκα,
αφηρημένος πίνακας, του πλάστη φάλτσα πινελιά,
μα είσαι και μητέρα που σε λένε Μαριάμ ή και Ρεβέκκα,
υπέρτατη, αέναη αγάπη, της ψυχής μου ζωγραφιά.

Άδηλα τέρμινα...




 Άδηλα τέρμινα…

Στα τέρμινα τ’ αόριστα οδοιπορώντας,
μην περιμένεις μια εξώπορτα να βρεις,
άδηλος χρόνος και στα στέκια του παρόντος,
να ακραγγίξεις το γιατί δεν το μπορείς.

Προσκυνητάρια στα περάσματα της λήθης,
ευλαβικός της απεραντοσύνης ασπασμός,
αβυσσαλέα σιωπή στο άλυτο μιας λύσης,
στις σκαλωσιές του ουρανού ανασασμός.

Ρύποι αιθάλης στα αλώνια των ονείρων,
άυλα σύδεντρα στα στέκια της ζωής,
ζάλα αλίμενα στους παγετώνες των ερήμων,
συρματοπλέγματα στη στράτα της απαντοχής.

Πώς να μπορέσεις μη βραχείς στη καταιγίδα,
απ’ τις δαγκάνες του θεριού ν’ απαλλαγείς,
μικρή μου Ελλάδα σ’ οδηγήσαν σε παγίδα,
στ’ άδηλα τέρμινα, πόνος και δάκρυ οιμωγής.

Δεν το μπορείς να ζωγραφίσεις στον αιθέρα,
στ’ άφωνα σήμαντρα να δώσεις τη φωνή,
σ’ ένα ηφαίστειο να κλείσεις την καλντέρα,
να βρεις τα χνάρια στη παλιά σου τη δραχμή.

Μην περιμένεις τον (Περσέα) να ρεφάρεις,
έχουν μαρκάρει τα χαρτιά της προσμονής,
για λίγα ψίχουλα μην παίξεις μη ρισκάρεις,
σπάσε τα (τέλια) της δικής σου υπομονής.