Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Μοναξιά;



Μοναξιά;

Μέσα στην έρημο του κόσμου μοναχός,
τι κι’ αν γνωρίζει την αιτία, τους ενόχους,
κάλπικο τ’ όνειρο κι’ απόμεινε  φτωχός,
δίχως πυξίδα στης ζωής, τους αμμολόφους.

Θολά φεγγάρια στην ψυχή του η ελπίδα,
αποζητάει τα χαμένα, τ’ άληστα φιλιά,
ζάλα αλίμενα στο φόρτε η καταιγίδα,
κι’ ούτε ένα απάγκιο μια ζεστή αγκαλιά.

Αλλοτινά  χαμόγελα στις παιδικές αλάνες,
νοσταλγικές και των ματιών της οι φωτιές,
δεν ζουν στην άμμο την καυτή βαλεριάνες,
αφηρημένες αναμνήσεις, σκόρπιες μελανιές. 

Κι’ οι πέτρες όμως τη φωτιά μπορούν ν’ ανάψουν,
από τις σπίθες που χτυπώντας τις θα βγουν,
ότι τον πόνεσε να σβήσουν να τα κάψουν,
μέσα απ’ τις στάχτες όνειρα να ξαναγεννηθούν. 

Το τρεχαντήρι στο γιαλό, λευκό, αρματωμένο,
για τ’ αρχιπέλαγος του τώρα και του προσεχώς,
στη πλώρη ένα χαμόγελο με ρίμες λαξεμένο,
για το ρεσάλτο των ελπίδων, πρόσω ολοταχώς.