Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Δε θα μ' ακούσεις.


Δε θα μ' ακούσεις.

Όρτσα στον άνεμο μ’ ένα σκαρί χωρίς πανιά,
με το εγώ μου το χαμένο στο αμπάρι,
αλισβερίσι με του χρόνου την αντάρτικη απονιά,
ο λύχνος να μη σβήσει στο προσκυνητάρι.

Με πλάγιους ήχους απ’ αρχέγονους αυλούς,
το σ’ αγαπώ, πως να στο πω, δε θα μ’ ακούσεις,
δεν το μπορείς να γράψεις πάνω σε πυλούς,
έχουν αλλάξει οι εποχές, της μπελ επόκ απούσης.

Δεν θα μ’ ακούσεις γιατί ορθώνονται τα τείχη,
της Ιεριχούς που κάποτε είχαμε γκρεμίσει.
Γιατί τ’ αφήσαμε χαρά μου όλα στη τύχη,
σ’ ένα αλλόκοτο, αργό κι’ ατέλειωτο μεθύσι.

Απ’ τα υπόγεια, τι να σου πω, της Ατλαντίδας,
σ’ ένα κελί δραπέτης της ζωής, βαρυποινίτης,
από τ’ αντάργιασμα μιας άλλης πυραμίδας,
σκιά στις ανηφόρες για το κάστρο, δροσουλίτης.